Ancient Greek-English Dictionary Language

ἐγχειρίδιος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἐγχειρίδιος ἐγχειρίδιον

Structure: ἐγχειριδι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)n, xei/r

Sense

  1. in the hand
  2. a hand-knife, dagger

Examples

  • ὕστερον μέντοι τὸν Φρύνιχον ἑνὸσ τῶν περιπόλων Ἕρμωνοσ ἐν ἀγορᾷ πατάξαντοσ ἐγχειριδίῳ καὶ διαφθείραντοσ, οἱ Ἀθηναῖοι δίκησ γενομένησ τοῦ μὲν Φρυνίχου προδοσίαν κατεψηφίσαντο τεθνηκότοσ, τὸν δ’ Ἕρμωνα καὶ τοὺσ μετ’ αὐτοῦ συστάντασ ἐστεφάνωσαν. (Plutarch, , chapter 25 10:1)
  • Σώφιλοσ δ’ ἐν Ἐγχειριδίῳ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 36 3:5)
  • ’ καὶ πίεσθ’ ὕδωρ πολύ πίε δὲ δισυλλάβωσ Μένανδροσ ἐν Ἐγχειριδίῳ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 66 1:5)
  • "καὶ αὐτῷ ἐγχειριδίῳ πληγῆναι τὸν μηρόν· (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 9 12:1)
  • ἔσχατον δὲ τῶν δεινῶν, ὁ μὲν ἠμύνετο τοὺσ κατὰ στόμα καὶ τὸν βαλόντα καὶ πελάσαι τολμήσαντα μετὰ ξίφουσ αὐτὸσ τῷ ἐγχειριδίῳ φθάσασ κατέβαλε καὶ ἀπέκτεινεν. (Plutarch, De Alexandri magni fortuna aut virtute, chapter 2, section 13 21:1)

Synonyms

  1. in the hand

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION