고전 발음: [] 신약 발음: []
Principal Part: καταπελτικός καταπελτική καταπελτικόν
Structure: καταπελτικ (Stem) + ος (Ending)
Masculine | Feminine | Neuter | ||
---|---|---|---|---|
Singular | Nominative | καταπελτικός | καταπελτική | καταπελτικόν |
Genitive | καταπελτικοῦ | καταπελτικῆς | καταπελτικοῦ | |
Dative | καταπελτικῷ | καταπελτικῇ | καταπελτικῷ | |
Accusative | καταπελτικόν | καταπελτικήν | καταπελτικόν | |
Vocative | καταπελτικέ | καταπελτική | καταπελτικόν | |
Dual | N/A/V | καταπελτικώ | καταπελτικᾱ́ | καταπελτικώ |
G/D | καταπελτικοῖν | καταπελτικαῖν | καταπελτικοῖν | |
Plural | Nominative | καταπελτικοί | καταπελτικαί | καταπελτικά |
Genitive | καταπελτικῶν | καταπελτικῶν | καταπελτικῶν | |
Dative | καταπελτικοῖς | καταπελτικαῖς | καταπελτικοῖς | |
Accusative | καταπελτικούς | καταπελτικᾱ́ς | καταπελτικά | |
Vocative | καταπελτικοί | καταπελτικαί | καταπελτικά |
Positive | Comparative | Superlative | |
---|---|---|---|
Adjective | καταπελτικός καταπελτικοῦ | καταπελτικώτερος καταπελτικωτεροῦ | καταπελτικώτατος καταπελτικωτατοῦ |
Adverb | καταπελτικώς | καταπελτικώτερον | καταπελτικώτατα |
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
Source: Ancient Greek entries from Wiktionary
Find this word at Wiktionary고전 발음: [] 신약 발음: []
이 저작물은 크리에이티브 커먼즈 저작자표시-비영리 4.0 국제 라이선스에 따라 이용할 수 있습니다.
bab2min@gmail.com
호흡부호 보기
강세부호 보기
장단부호 보기
작은 Iota 보기
모든 부호 보기