Ancient Greek-English Dictionary Language

ξιφήρης

Third declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ξιφήρης ξιφήρες

Structure: ξιφηρη (Stem) + ς (Ending)

Etym.: A)/rw

Sense

  1. sword in hand

Examples

  • ἔβα καὶ πάροσ κατὰ πόλιν, ὕπαφρον ὄμμ’ ἔχων, ῥακοδύτῳ στολᾷ πυκασθείσ, ξιφήρησ κρύφιοσ ἐν πέπλοισ. (Euripides, Rhesus, choral, antistrophe 11)
  • καὶ πῶσ ξιφήρησ πρὸσ δόμοισ λοχᾷσ ἐμοῖσ; (Euripides, episode12)
  • Πλειὰσ μὲν ᾔει μεσοπόρου δι’ αἰθέροσ ὅ τε ξιφήρησ Ὠρίων, ὕπερθε δὲ Ἄρκτοσ στρέφουσ’ οὐραῖα χρυσήρη πόλῳ· (Euripides, Ion, episode 2:8)
  • καὶ μὴν οἵδ’ ἀγωνισταὶ πικροὶ δεῦρ’ ἐπείγονται ξιφήρεισ. (Euripides, Ion, episode, trochees10)
  • οὕτω δ’ ἐτάρβουν ἐσ φόβον τ’ ἀφικόμην, μή τισ δόλοσ με πρὸσ κασιγνήτου κτάνῃ, ὥστε ξιφήρη χεῖρ’ ἔχων δι’ ἄστεωσ κυκλῶν πρόσωπον ἦλθον. (Euripides, Phoenissae, episode, lyric 3:5)
  • σύ θ’ ὃσ ξιφήρησ τῇδ’ ἐφεδρεύεισ κόρῃ, Ὀρέσθ’, ἵν’ εἰδῇσ οὓσ φέρων ἥκω λόγουσ. (Euripides, episode, iambic 2:3)
  • ἐπὶ πᾶσι δὲ τῶν Πλαταιέων ὁ ἄρχων, ᾧ τὸν ἄλλον χρόνον οὔτε σιδήρου θιγεῖν ἔξεστιν οὔθ’ ἑτέραν ἐσθῆτα πλὴν λευκῆσ ἀναλαβεῖν, τότε χιτῶνα φοινικοῦν ἐνδεδυκὼσ ἀράμενόσ τε ὑδρίαν ἀπὸ τοῦ γραμματοφυλακίου ξιφήρησ ἐπὶ τοὺσ τάφουσ προάγει διὰ μέσησ τῆσ πόλεωσ. (Plutarch, , chapter 21 4:1)

Synonyms

  1. sword in hand

Similar forms

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION