- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐγκρατής?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: enkratēs 고전 발음: [라떼:] 신약 발음: [라떼]

기본형: ἐγκρατής ἐγκρατές

형태분석: ἐγκρατη (어간) + ς (어미)

어원: κράτος

  1. 힘을 가진
  2. 세게 잡는
  3. 강한, 강력한
  1. in possession of power
  2. holding fast
  3. stout, strong

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἐγκρατής

힘을 가진 (이)가

ἔγκρατες

힘을 가진 (것)가

속격 ἐγκρατούς

힘을 가진 (이)의

ἐγκράτους

힘을 가진 (것)의

여격 ἐγκρατεί

힘을 가진 (이)에게

ἐγκράτει

힘을 가진 (것)에게

대격 ἐγκρατή

힘을 가진 (이)를

ἔγκρατες

힘을 가진 (것)를

호격 ἐγκρατές

힘을 가진 (이)야

ἔγκρατες

힘을 가진 (것)야

쌍수주/대/호 ἐγκρατεί

힘을 가진 (이)들이

ἐγκράτει

힘을 가진 (것)들이

속/여 ἐγκρατοίν

힘을 가진 (이)들의

ἐγκράτοιν

힘을 가진 (것)들의

복수주격 ἐγκρατείς

힘을 가진 (이)들이

ἐγκράτη

힘을 가진 (것)들이

속격 ἐγκρατών

힘을 가진 (이)들의

ἐγκράτων

힘을 가진 (것)들의

여격 ἐγκρατέσι(ν)

힘을 가진 (이)들에게

ἐγκράτεσι(ν)

힘을 가진 (것)들에게

대격 ἐγκρατείς

힘을 가진 (이)들을

ἐγκράτη

힘을 가진 (것)들을

호격 ἐγκρατείς

힘을 가진 (이)들아

ἐγκράτη

힘을 가진 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • γνοὺς δὲ ὅτι οὐκ ἄλλως ἔσομαι ἐγκρατής, ἐὰν μὴ ὁ Θεὸς δῷ -καὶ τοῦτο δ᾿ ἦν φρονήσεως τὸ εἰδέναι τίνος ἡ χάρις- ἐνέτυχον τῷ Κυρίῳ καὶ ἐδεήθην αὐτοῦ καὶ εἶπον ἐξ ὅλης τῆς καρδίας μου, (Septuagint, Liber Sapientiae 8:21)

    (70인역 성경, 지혜서 8:21)

  • ἐξίχνευσον καὶ ζήτησον, καὶ γνωσθήσεταί σοι, καὶ ἐγκρατὴς γενόμενος μὴ ἀφῇς αὐτήν. (Septuagint, Liber Sirach 6:27)

    (70인역 성경, Liber Sirach 6:27)

  • Ο ΦΟΒΟΥΜΕΝΟΣ Κύριον ποιήσει αὐτό, καὶ ὁ ἐγκρατὴς τοῦ νόμου καταλήψεται αὐτήν. (Septuagint, Liber Sirach 15:1)

    (70인역 성경, Liber Sirach 15:1)

  • Μῆνις καὶ ὀργὴ καὶ ταῦτά ἐστι βδελύγματα καὶ ἀνὴρ ἁμαρτωλὸς ἐγκρατὴς ἔσται αὐτῶν. (Septuagint, Liber Sirach 27:30)

    (70인역 성경, Liber Sirach 27:30)

  • ἢ οὐ μέμνησθε, ὅτι τοσαυτάκις ὑμῶν ἐγκρατὴς γενόμενος οὐδένα διέφθειρα, στασιάζοντες δ ὑμεῖς πρὸς ἀλλήλους, οὐ διὰ τὴν πρὸς Ῥωμαίους καὶ τὸν βασιλέα εὔνοιαν, διὰ δὲ τὴν ὑμετέραν αὐτῶν πονηρίαν ἑκατὸν ὀγδοηκονταπέντε τῶν πολιτῶν ἀπεκτείνατε, κατὰ τὸν καιρὸν ἐκεῖνον ἐμοῦ πολιορκουμένου ἐν Ιὠταπάτοις ὑπὸ Ῥωμαίων. (Flavius Josephus, 418:1)

    (플라비우스 요세푸스, 418:1)

유의어

  1. 힘을 가진

  2. 세게 잡는

  3. 강한

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION