헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἐξεταστής

1군 변화 명사; 남성 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἐξεταστής ἐξεταστοῦ

형태분석: ἐξεταστ (어간) + ης (어미)

어원: e)ceta/zw

  1. 시험관, 검사관, 조서관, 조사관
  1. an examiner, inquirer, a paymaster

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἐξεταστής

시험관이

ἐξεταστᾱ́

시험관들이

ἐξετασταί

시험관들이

속격 ἐξεταστοῦ

시험관의

ἐξετασταῖν

시험관들의

ἐξεταστῶν

시험관들의

여격 ἐξεταστῇ

시험관에게

ἐξετασταῖν

시험관들에게

ἐξετασταῖς

시험관들에게

대격 ἐξεταστήν

시험관을

ἐξεταστᾱ́

시험관들을

ἐξεταστᾱ́ς

시험관들을

호격 ἐξεταστά

시험관아

ἐξεταστᾱ́

시험관들아

ἐξετασταί

시험관들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔμψυχον οὐχ ἁπλοῦν οὐδ’ ἀσύνθετον οὐδὲ μονοειδέσ ἐστιν, ἀλλ’ ἐκ τῆσ ταὐτοῦ καὶ τῆσ τοῦ ἑτέρου μεμιγμένον δυνάμεωσ πῆ μὲν ἀεὶ κατὰ ταὐτὰ κοσμεῖται καὶ περιπολεῖ μιᾷ τάξει κράτοσ ἐχούσῃ χρώμενον, πῆ δ’ εἴσ τε κινήσεισ καὶ κύκλουσ σχιζόμενον ὑπεναντίουσ καὶ πλανητοὺσ ἀρχὴν διαφορᾶσ καὶ μεταβολῆσ καὶ ἀνομοιότητοσ ἐνδίδωσι ταῖσ περὶ γῆν φθοραῖσ καὶ γενέσεσιν ἥ τ̓ ἀνθρώπου ψυχὴ μέροσ τι ἢ μίμημα τῆσ τοῦ παντὸσ οὖσα καὶ συνηρμοσμένη κατὰ λόγουσ καὶ ἀριθμοὺσ ἐοικότασ ἐκείνοισ οὐχ ἁπλῆ τίσ ἐστιν οὐδ’ ὁμοιοπαθήσ, ἀλλ’ ἕτερον μὲν ἔχει τὸ νοερὸν καὶ λογιστικόν, ᾧ κρατεῖν τοῦ ἀνθρώπου κατὰ φύσιν καὶ ἄρχειν προσῆκὸν ἐστιν, ἕτερον δὲ τὸ παθητικὸν καὶ ἄλογον καὶ πολυπλανὲσ καὶ ἄτακτον ἐξεταστοῦ δεόμενον. (Plutarch, De virtute morali, section 3 4:1)

    (플루타르코스, De virtute morali, section 3 4:1)

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION