Ancient Greek-English Dictionary Language

δύσεργος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: δύσεργος δύσεργον

Structure: δυσεργ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: e)/rgw

Sense

  1. unfit for work

Examples

  • τοῦ δ’ εὐωνύμου διασπασμὸν ἀνὰ τοὺσ λόφουσ καὶ περίκλασιν λαμβάνοντοσ, ὁ Τίτοσ, τὸ μὲν ἡττώμενον ἀπογνούσ, πρὸσ δὲ θάτερον ὀξέωσ παρελάσασ, προσέβαλε τοῖσ Μακεδόσι συστῆναι μὲν εἰσ φάλαγγα καὶ πυκνῶσαι τὴν τάξιν εἰσ βάθοσ, ἥπερ ἦν ἀλκὴ τῆσ ἐκείνων δυνάμεωσ, κωλυομένοισ διά τὴν ἀνωμαλίαν καὶ τραχύτητα τῶν χωρίων, πρὸσ δὲ τὸ κατ’ ἄνδρα συμπλέκεσθαι βαρεῖ καὶ δυσέργῳ χρωμένοισ ὁπλισμῷ. (Plutarch, Titus Flamininus, chapter 8 3:1)

Synonyms

  1. unfit for work

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION