Ancient Greek-English Dictionary Language

δραστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δραστικός δραστική δραστικόν

Structure: δραστικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. efficient, active
  2. (medical term) drastic

Examples

  • πρῶτοσ γὰρ οὗτοσ ἁπάντων ὧν ἴσμεν ἰατρῶν τε καὶ φιλοσόφων ἀποδεικνύειν ἐπεχείρησε τέτταρασ εἶναι τὰσ πάσασ δραστικὰσ εἰσ ἀλλήλασ ποιότητασ, ὑφ’ ὧν γίγνεταί τε καὶ φθείρεται πάνθ’, ὅσα γένεσίν τε καὶ φθορὰν ἐπιδέχεται. (Galen, On the Natural Faculties., , section 223)
  • καίτοι τούτοισ μέν, ὡσ ἂν καὶ αὐτῶν τῶν στοιχείων τὴν εἰσ ἄλληλα μεταβολὴν χύσεσί τέ τισι καὶ πιλήσεσιν ἀναφέρουσιν, εὔλογον ἦν ἀρχὰσ δραστικὰσ ποιήσασθαι τὸ θερμὸν καὶ τὸ ψυχρόν, Ἀριστοτέλει δ’ οὐχ οὕτωσ, ἀλλὰ ταῖσ τέτταρσι ποιότησιν εἰσ τὴν τῶν στοιχείων γένεσιν χρωμένῳ βέλτιον ἦν καὶ τὰσ τῶν κατὰ μέροσ αἰτίασ ἁπάσασ εἰσ ταύτασ ἀνάγειν. (Galen, On the Natural Faculties., , section 34)
  • εἰ δὲ μηδὲ τοῦτ’ εἶχε διαβάλλειν, ἐξελέγξαι τὴν περὶ τὰσ δραστικὰσ ἀρχὰσ ὑπόληψιν καὶ δεῖξαι τὰσ ἐνεργείασ ἐν τοῖσ μορίοισ οὐ διὰ τὴν ἐκ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ καὶ ξηροῦ καὶ ὑγροῦ ποιὰν κρᾶσιν ὑπάρχειν ἀλλὰ δι’ ἄλλο τι· (Galen, On the Natural Faculties., G, section 749)

Synonyms

  1. efficient

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION