Ancient Greek-English Dictionary Language

δραστικός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δραστικός δραστική δραστικόν

Structure: δραστικ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. efficient, active
  2. (medical term) drastic

Examples

  • τὴν πολεμικὴν δὴ τούτων, ἄλλην οὖσαν τῆσ εἰρηνικῆσ, πυρρίχην ἄν τισ ὀρθῶσ προσαγορεύοι, τάσ τε εὐλαβείασ πασῶν πληγῶν καὶ βολῶν ἐκνεύσεσι καὶ ὑπείξει πάσῃ καὶ ἐκπηδήσεσιν ἐν ὕψει καὶ σὺν ταπεινώσει μιμουμένην, καὶ τὰσ ταύταισ ἐναντίασ, τὰσ ἐπὶ τὰ δραστικὰ φερομένασ αὖ σχήματα, ἔν τε ταῖσ τῶν τόξων βολαῖσ καὶ ἀκοντίων καὶ πασῶν πληγῶν μιμήματα ἐπιχειρούσασ μιμεῖσθαι· (Plato, Laws, book 7 167:1)

Synonyms

  1. efficient

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION