- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δραπέτης?

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: drapetēs 고전 발음: [라뻬떼:] 신약 발음: [라빼떼]

기본형: δραπέτης δραπέτου

형태분석: δραπετ (어간) + ης (어미)

  1. a runaway, especially a runaway slave

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταπεινωθεὶς ὑπὸ τῶν κατ᾿ αὐτὸν νομιζομένων ἐλαχίστων εἶναι, τῇ τοῦ Κυρίου βοηθείᾳ τὴν δοξικὴν ἀποθέμενος ἐσθῆτα, διὰ τῆς μεσογείου, δραπέτου τρόπον, ἔρημον ἑαυτὸν ποιήσας, ἧκεν εἰς Ἀντιόχειαν ὑπεράγαν δυσημερήσας ἐπὶ τῇ τοῦ στρατοῦ διαφθορᾷ. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:35)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 8:35)

  • "καὶ ὃς ἀφελόμενος αὐτοῦ τὴν κεφαλὴν λαμβάνει παρὰ τῶν Χίων τὰ ἐπικηρυχθέντα χρήματα καὶ θάψας τὸ σῶμα τοῦ δραπέτου εἰς τὴν ἰδίαν ἐχώρησε. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:79)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 6, book 6, chapter 81 1:79)

  • Ἀντιγόνου δὲ θαυμάζειν τὴν τόλμαν, εἰ πολεμίου Ῥωμαίων υἱὸς ὢν καὶ Ῥωμαίων δραπέτου καὶ τὸ νεωτεροποιὸς εἶναι καὶ στασιώδης αὐτὸς πατρῷον ἔχων, παρὰ τῷ Ῥωμαίων ἡγεμόνι κατηγορεῖν ἐπικεχείρηκεν ἑτέρων καὶ πειρᾶται τυχεῖν ἀγαθοῦ τινος, δέον ἀγαπᾶν ὅτι ζῇ: (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 282:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 282:1)

유의어

  1. a runaway

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION