- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δραπέτης?

1군 변화 명사; 남성 로마알파벳 전사: drapetēs 고전 발음: [라뻬떼:] 신약 발음: [라빼떼]

기본형: δραπέτης δραπέτου

형태분석: δραπετ (어간) + ης (어미)

  1. a runaway, especially a runaway slave

곡용 정보

1군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ταπεινωθεὶς ὑπὸ τῶν κατ᾿ αὐτὸν νομιζομένων ἐλαχίστων εἶναι, τῇ τοῦ Κυρίου βοηθείᾳ τὴν δοξικὴν ἀποθέμενος ἐσθῆτα, διὰ τῆς μεσογείου, δραπέτου τρόπον, ἔρημον ἑαυτὸν ποιήσας, ἧκεν εἰς Ἀντιόχειαν ὑπεράγαν δυσημερήσας ἐπὶ τῇ τοῦ στρατοῦ διαφθορᾷ. (Septuagint, Liber Maccabees II 8:35)

    (70인역 성경, Liber Maccabees II 8:35)

  • ἕπου νῦν, δραπέτα: (Lucian, Cataplus, (no name) 13:9)

    (루키아노스, Cataplus, (no name) 13:9)

  • δραπέται γὰρ ἐκεῖνοι ἅπαντες. (Lucian, Fugitivi, (no name) 27:7)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 27:7)

  • σὺ δέ, ὦ κακέ, οὐ Ληκυθίων οὑμὸς δραπέτης τυγχάνεις οὐ μὲν οὖν ἄλλος. (Lucian, Fugitivi, (no name) 32:1)

    (루키아노스, Fugitivi, (no name) 32:1)

  • ἐν ὄρφνῃ δραπέτης μέγα σθένει. (Euripides, Rhesus, episode9)

    (에우리피데스, Rhesus, episode9)

  • τοιοῦτος οὗτος, ἐν μὲν ταῖς παρατάξεσιν οἰκουρός, ἐν δὲ τοῖς οἴκοι μένουσι πρεσβευτής, ἐν δὲ τοῖς πρεσβευταῖς δραπέτης ἐστίν. (Dinarchus, Speeches, 98:2)

    (디나르코스, 연설, 98:2)

  • ταῦτα καὶ αὐτὸς ἀγανακτῶ, πρὸς ἐνίων μὲν ἀτίμως λακτιζόμενος καὶ λαφυσσόμενος καὶ ἐξαντλούμενος, ὑπ ἐνίων δὲ ὥσπερ στιγματίας δραπέτης πεπεδημένος. (Lucian, Timon, (no name) 17:2)

    (루키아노스, Timon, (no name) 17:2)

  • εἰ δὲ τυγχάνει τις ὑμῶν δραπέτης ἐστιγμένος, ἀτταγᾶς οὗτος παρ ἡμῖν ποικίλος κεκλήσεται. (Aristophanes, Birds, Parabasis, epirrheme4)

    (아리스토파네스, Birds, Parabasis, epirrheme4)

유의어

  1. a runaway

관련어

명사

형용사

동사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION