헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δολιχοδρομέω

ε 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δολιχοδρομέω δολιχοδρομήσω

형태분석: δολιχοδρομέ (어간) + ω (인칭어미)

어원: from dolixodro/mos

  1. 달리다, 뛰다
  1. to run the

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δολιχοδρομῶ

(나는) 달린다

δολιχοδρομεῖς

(너는) 달린다

δολιχοδρομεῖ

(그는) 달린다

쌍수 δολιχοδρομεῖτον

(너희 둘은) 달린다

δολιχοδρομεῖτον

(그 둘은) 달린다

복수 δολιχοδρομοῦμεν

(우리는) 달린다

δολιχοδρομεῖτε

(너희는) 달린다

δολιχοδρομοῦσιν*

(그들은) 달린다

접속법단수 δολιχοδρομῶ

(나는) 달리자

δολιχοδρομῇς

(너는) 달리자

δολιχοδρομῇ

(그는) 달리자

쌍수 δολιχοδρομῆτον

(너희 둘은) 달리자

δολιχοδρομῆτον

(그 둘은) 달리자

복수 δολιχοδρομῶμεν

(우리는) 달리자

δολιχοδρομῆτε

(너희는) 달리자

δολιχοδρομῶσιν*

(그들은) 달리자

기원법단수 δολιχοδρομοῖμι

(나는) 달리기를 (바라다)

δολιχοδρομοῖς

(너는) 달리기를 (바라다)

δολιχοδρομοῖ

(그는) 달리기를 (바라다)

쌍수 δολιχοδρομοῖτον

(너희 둘은) 달리기를 (바라다)

δολιχοδρομοίτην

(그 둘은) 달리기를 (바라다)

복수 δολιχοδρομοῖμεν

(우리는) 달리기를 (바라다)

δολιχοδρομοῖτε

(너희는) 달리기를 (바라다)

δολιχοδρομοῖεν

(그들은) 달리기를 (바라다)

명령법단수 δολιχοδρόμει

(너는) 달려라

δολιχοδρομείτω

(그는) 달려라

쌍수 δολιχοδρομεῖτον

(너희 둘은) 달려라

δολιχοδρομείτων

(그 둘은) 달려라

복수 δολιχοδρομεῖτε

(너희는) 달려라

δολιχοδρομούντων, δολιχοδρομείτωσαν

(그들은) 달려라

부정사 δολιχοδρομεῖν

달리는 것

분사 남성여성중성
δολιχοδρομων

δολιχοδρομουντος

δολιχοδρομουσα

δολιχοδρομουσης

δολιχοδρομουν

δολιχοδρομουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δολιχοδρομοῦμαι

δολιχοδρομεῖ, δολιχοδρομῇ

δολιχοδρομεῖται

쌍수 δολιχοδρομεῖσθον

δολιχοδρομεῖσθον

복수 δολιχοδρομούμεθα

δολιχοδρομεῖσθε

δολιχοδρομοῦνται

접속법단수 δολιχοδρομῶμαι

δολιχοδρομῇ

δολιχοδρομῆται

쌍수 δολιχοδρομῆσθον

δολιχοδρομῆσθον

복수 δολιχοδρομώμεθα

δολιχοδρομῆσθε

δολιχοδρομῶνται

기원법단수 δολιχοδρομοίμην

δολιχοδρομοῖο

δολιχοδρομοῖτο

쌍수 δολιχοδρομοῖσθον

δολιχοδρομοίσθην

복수 δολιχοδρομοίμεθα

δολιχοδρομοῖσθε

δολιχοδρομοῖντο

명령법단수 δολιχοδρομοῦ

δολιχοδρομείσθω

쌍수 δολιχοδρομεῖσθον

δολιχοδρομείσθων

복수 δολιχοδρομεῖσθε

δολιχοδρομείσθων, δολιχοδρομείσθωσαν

부정사 δολιχοδρομεῖσθαι

분사 남성여성중성
δολιχοδρομουμενος

δολιχοδρομουμενου

δολιχοδρομουμενη

δολιχοδρομουμενης

δολιχοδρομουμενον

δολιχοδρομουμενου

미래 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δολιχοδρομήσω

(나는) 달리겠다

δολιχοδρομήσεις

(너는) 달리겠다

δολιχοδρομήσει

(그는) 달리겠다

쌍수 δολιχοδρομήσετον

(너희 둘은) 달리겠다

δολιχοδρομήσετον

(그 둘은) 달리겠다

복수 δολιχοδρομήσομεν

(우리는) 달리겠다

δολιχοδρομήσετε

(너희는) 달리겠다

δολιχοδρομήσουσιν*

(그들은) 달리겠다

기원법단수 δολιχοδρομήσοιμι

(나는) 달리겠기를 (바라다)

δολιχοδρομήσοις

(너는) 달리겠기를 (바라다)

δολιχοδρομήσοι

(그는) 달리겠기를 (바라다)

쌍수 δολιχοδρομήσοιτον

(너희 둘은) 달리겠기를 (바라다)

δολιχοδρομησοίτην

(그 둘은) 달리겠기를 (바라다)

복수 δολιχοδρομήσοιμεν

(우리는) 달리겠기를 (바라다)

δολιχοδρομήσοιτε

(너희는) 달리겠기를 (바라다)

δολιχοδρομήσοιεν

(그들은) 달리겠기를 (바라다)

부정사 δολιχοδρομήσειν

달릴 것

분사 남성여성중성
δολιχοδρομησων

δολιχοδρομησοντος

δολιχοδρομησουσα

δολιχοδρομησουσης

δολιχοδρομησον

δολιχοδρομησοντος

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 δολιχοδρομήσομαι

δολιχοδρομήσει, δολιχοδρομήσῃ

δολιχοδρομήσεται

쌍수 δολιχοδρομήσεσθον

δολιχοδρομήσεσθον

복수 δολιχοδρομησόμεθα

δολιχοδρομήσεσθε

δολιχοδρομήσονται

기원법단수 δολιχοδρομησοίμην

δολιχοδρομήσοιο

δολιχοδρομήσοιτο

쌍수 δολιχοδρομήσοισθον

δολιχοδρομησοίσθην

복수 δολιχοδρομησοίμεθα

δολιχοδρομήσοισθε

δολιχοδρομήσοιντο

부정사 δολιχοδρομήσεσθαι

분사 남성여성중성
δολιχοδρομησομενος

δολιχοδρομησομενου

δολιχοδρομησομενη

δολιχοδρομησομενης

δολιχοδρομησομενον

δολιχοδρομησομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδολιχοδρόμουν

(나는) 달리고 있었다

ἐδολιχοδρόμεις

(너는) 달리고 있었다

ἐδολιχοδρόμειν*

(그는) 달리고 있었다

쌍수 ἐδολιχοδρομεῖτον

(너희 둘은) 달리고 있었다

ἐδολιχοδρομείτην

(그 둘은) 달리고 있었다

복수 ἐδολιχοδρομοῦμεν

(우리는) 달리고 있었다

ἐδολιχοδρομεῖτε

(너희는) 달리고 있었다

ἐδολιχοδρόμουν

(그들은) 달리고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐδολιχοδρομούμην

ἐδολιχοδρομοῦ

ἐδολιχοδρομεῖτο

쌍수 ἐδολιχοδρομεῖσθον

ἐδολιχοδρομείσθην

복수 ἐδολιχοδρομούμεθα

ἐδολιχοδρομεῖσθε

ἐδολιχοδρομοῦντο

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

유의어

  1. 달리다

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION