- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δίπους?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: dipous 고전 발음: [디뿌:] 신약 발음: [디뿌]

기본형: δίπους

형태분석: διποδ (어간) + ς (어미)

  1. two-footed
  2. the jerboa, from its two hind feet
  3. two feet long

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 δίπους

(이)가

δίπουν

(것)가

속격 δίποδος

(이)의

δίποδος

(것)의

여격 δίποδι

(이)에게

δίποδι

(것)에게

대격 δίποδα

(이)를

δίπουν

(것)를

호격 δίπους

(이)야

δίπουν

(것)야

쌍수주/대/호 δίποδε

(이)들이

δίποδε

(것)들이

속/여 διπόδοιν

(이)들의

διπόδοιν

(것)들의

복수주격 δίποδες

(이)들이

δίποδα

(것)들이

속격 διπόδων

(이)들의

διπόδων

(것)들의

여격 δίποσι(ν)

(이)들에게

δίποσι(ν)

(것)들에게

대격 δίποδας

(이)들을

δίποδα

(것)들을

호격 δίποδες

(이)들아

δίποδα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ τὸ τῆς Σφιγγὸς δὲ αἴνιγμα Ἀσκληπιάδης ἐν τοῖς Τραγῳδουμένοις τοιοῦτον εἶναί φησιν ἔστι δίπουν ἐπὶ γῆς καὶ τετράπον, οὗ μία φωνή, καὶ τρίπον, ἀλλάσσει δὲ φύσιν μόνον ὅσσ1 ἐπὶ γαῖαν ἑρπετὰ γίνονται καὶ ἀν αἰθέρα καὶ κατὰ πόντον ἀλλ ὁπόταν πλείστοισιν ἐρειδόμενον ποσὶ βαίνῃ, ἔνθα τάχος γυίοισιν ἀφαυρότατον πέλει αὑτοῦ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 83 4:2)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 10, book 10, chapter 83 4:2)

  • τί ἐστιν ὃ μίαν ἔχον φωνὴν τετράπουν καὶ δίπουν καὶ τρίπουν γίνεται: (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 5 8:6)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 5 8:6)

  • γίνεσθαι, γὰρ τετράπουν βρέφος ὄντα τοῖς τέτταρσιν ὀχούμενον κώλοις, τελειούμενον δὲ δίπουν, γηρῶντα δὲ τρίτην προσλαμβάνειν βάσιν τὸ βάκτρον. (Apollodorus, Library and Epitome, book 3, chapter 5 8:10)

    (아폴로도로스, Library and Epitome, book 3, chapter 5 8:10)

  • τὸ αἴνιγμα τῆς Σφιγγός ἔστι δίπουν ἐπὶ γῆς, καὶ τετράπον, οὗ μία φωνή, καὶ τρίπον: (Unknown, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 641)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume V, book 14, chapter 641)

  • ἔσται τε πλείω παραδείγματα τοῦ αὐτοῦ, ὥστε καὶ εἴδη, οἱο῀ν τοῦ ἀνθρώπου τὸ ζῷον καὶ τὸ δίπουν, ἅμα δὲ καὶ τὸ αὐτοάνθρωπος. (Aristotle, Metaphysics, Book 1 209:2)

    (아리스토텔레스, 형이상학, Book 1 209:2)

유의어

  1. two-footed

  2. two feet long

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION