Ancient Greek-English Dictionary Language

διπλάσιος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διπλάσιος διπλάσιη διπλάσιον

Structure: διπλασι (Stem) + ος (Ending)

Etym.: di/s

Sense

  1. twofold, double, twice as much as, twice as many as, as long as, twice the size of
  2. as much again
  3. doubly

Examples

  • "καὶ νιψάμενοι τὰσ χεῖρασ ἐστεφανούμεθα καὶ πάλιν στλεγγίδασ ἐλάβομεν χρυσᾶσ, διπλασίουσ τῶν πρότερον, καὶ ἄλλο διλήκυθον μύρου. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 4, book 4, chapter 2 3:13)
  • τῶν δ’ ἐναντίων Μεσσάλασ φησὶν οἰέσθαι πλείουσ ἢ διπλασίουσ, διὸ καὶ μᾶλλον ἠθύμουν ἐκεῖνοι πρὶν ἢ Κασσίου θεράπων ὄνομα Δημήτριοσ ἀφίκετο πρὸσ Ἀντώνιον ἑσπέρασ, εὐθὺσ ἀπὸ τοῦ νεκροῦ τὰσ χλαμύδασ λαβὼν καὶ τὸ ξίφοσ. (Plutarch, Brutus, chapter 45 1:2)
  • οὐδὲ πολῖται γὰρ ἂν εἰήσαν πρεσβύτασ δ’ ἢ γυναῖκασ, εἰ βούλοιτο, διπλασίουσ δώσειν. (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 542)
  • πρεσβύτασ δ’ ἢ γυναῖκασ, εἰ βούλοιτο, διπλασίουσ δώσειν ἀπειλοῦντοσ; (Plutarch, Apophthegmata Laconica, , section 54 1:3)
  • ὁ δὲ Θηβαίουσ μὲν ὀλίγουσ περὶ τὸν Πελοπίδαν ὁρῶν, αὐτὸσ δὲ πλείουσ ἔχων ἢ διπλασίουσ ὁπλίτασ τῶν Θεσσαλῶν ἀπήντα πρὸσ τὸ Θετίδειον. (Plutarch, Pelopidas, chapter 32 1:2)

Synonyms

  1. doubly

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION