Ancient Greek-English Dictionary Language

δίδυμος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: δίδυμος δίδυμη δίδυμον

Structure: διδυμ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: redupl. from du/o

Sense

  1. double, twofold, twain
  2. twin, twins

Examples

  • θνατὸν εὖντα χρὴ διδύμουσ ἀέξειν γνώμασ, ὅτι τ’ αὔριον ὄψεαι μοῦνον ἁλίου φάοσ, χὥτι πεντήκοντ’ ἔτεα ζωὰν βαθύπλουτον τελεῖσ. (Bacchylides, , epinicians, ode 3 17:3)
  • ἐπεὶ δὲ τοσούτων λεχθέντων μηδὲν ἀποκρίνεται, κελεύω αὐτὸν κατὰ τοὺσ Ἀλέξιδοσ Διδύμουσ χυδαίοισ στεφανωθέντα στεφάνοισ ἐξάγεσθαι τοῦ συμποσίου, τῶν δὲ χυδαίων στεφάνων μνημονεύων ὁ κωμῳδιοποιόσ φησιν στεφάνων τε τούτων τῶν χύδην πεπλεγμένων. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 33 4:4)
  • ἡ δὲ τεκοῦσα διδύμουσ παῖδασ καὶ φοβουμένη τὸν πατέρα ἔρριψεν εἰσ τὸν Ἐρύμανθον. (Plutarch, Parallela minora, section 363)
  • ἡ δ’ ἔτεκε διδύμουσ, ὡμολόγησέ τε τῷ τυράννῳ τὴν ἀλήθειαν. (Plutarch, Parallela minora, section 36 1:2)
  • ἡ δὲ τεκοῦσα διδύμουσ παῖδασ καὶ φοβουμένη τὸν πατέρα ἔρριψεν εἰσ τὸν Ἐρύμανθον. (Plutarch, Parallela minora, section 363)

Synonyms

  1. double

  2. twin

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION