헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

δίδυμος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: δίδυμος δίδυμη δίδυμον

형태분석: διδυμ (어간) + ος (어미)

어원: redupl. from du/o

  1. 이중의, 2배의, 갑절의, 두 배의
  2. 쌍둥이의
  1. double, twofold, twain
  2. twin, twins

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 δίδυμος

이중의 (이)가

δίδύμη

이중의 (이)가

δίδυμον

이중의 (것)가

속격 διδύμου

이중의 (이)의

δίδύμης

이중의 (이)의

διδύμου

이중의 (것)의

여격 διδύμῳ

이중의 (이)에게

δίδύμῃ

이중의 (이)에게

διδύμῳ

이중의 (것)에게

대격 δίδυμον

이중의 (이)를

δίδύμην

이중의 (이)를

δίδυμον

이중의 (것)를

호격 δίδυμε

이중의 (이)야

δίδύμη

이중의 (이)야

δίδυμον

이중의 (것)야

쌍수주/대/호 διδύμω

이중의 (이)들이

δίδύμᾱ

이중의 (이)들이

διδύμω

이중의 (것)들이

속/여 διδύμοιν

이중의 (이)들의

δίδύμαιν

이중의 (이)들의

διδύμοιν

이중의 (것)들의

복수주격 δίδυμοι

이중의 (이)들이

δί́δυμαι

이중의 (이)들이

δίδυμα

이중의 (것)들이

속격 διδύμων

이중의 (이)들의

δίδυμῶν

이중의 (이)들의

διδύμων

이중의 (것)들의

여격 διδύμοις

이중의 (이)들에게

δίδύμαις

이중의 (이)들에게

διδύμοις

이중의 (것)들에게

대격 διδύμους

이중의 (이)들을

δίδύμᾱς

이중의 (이)들을

δίδυμα

이중의 (것)들을

호격 δίδυμοι

이중의 (이)들아

δί́δυμαι

이중의 (이)들아

δίδυμα

이중의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ γὰρ δὴ τὰ μαντήια αὐτέοισι οὐκ ἔξω ἀστρολογίησ ἦν, ἀλλὰ παρὰ μὲν Δελφοῖσ παρθένοσ ἔχει τὴν προφητείην σύμβολον τῆσ παρθένου τῆσ οὐρανίησ, καὶ δράκων ὑπὸ τῷ τρίποδι φθέγγεται ὅτι καὶ ἐν τοῖσιν ἄστροισι δράκων φαίνεται, καὶ ἐν Διδύμοισ δὲ μαντήιον τοῦ Ἀπόλλωνοσ, ἐμοὶ δοκέει, καὶ τοῦτο ἐκ τῶν ἠερίων Διδύμων ὀνομάζεται. (Lucian, De astrologia, (no name) 23:2)

    (루키아노스, De astrologia, (no name) 23:2)

  • εἰδὼσ δὲ τοὺσ ἐν Κλάρῳ καὶ Διδύμοισ καὶ Μαλλῷ καὶ αὐτοὺσ εὐδοκιμοῦντασ ἐπὶ τῇ ὁμοίᾳ μαντικῇ ταύτῃ, φίλουσ αὐτοὺσ ἐποιεῖτο, πολλοὺσ τῶν προσιόντων πέμπων ἐπ’ αὐτοὺσ λέγων Ἐσ Κλάρον ἱέσο νῦν, τοὐμοῦ πατρὸσ ὡσ ὄπ’ ἀκούσῃσ. (Lucian, Alexander, (no name) 29:1)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 29:1)

  • "τὰ δ’ ἄλλα χρηστήρια, τὸ ἐν Διδύμοισ καὶ τὸ ἐν Κλάρῳ καὶ τὸ ἐν Δελφοῖσ, ἔχουσι τὸν πατέρα τὸν Ἀπόλλω χρησμῳδοῦντα, ἢ ψευδεῖσ εἰσιν οἱ νῦν ἐκπίπτοντεσ ἐκεῖ χρησμοί; (Lucian, Alexander, (no name) 43:13)

    (루키아노스, Alexander, (no name) 43:13)

  • ὁ δὲ Ἀπόλλων προσποιεῖται μὲν πάντα εἰδέναι καὶ τοξεύειν καὶ κιθαρίζειν καὶ ἰατρὸσ εἶναι καὶ μαντεύεσθαι καὶ καταστησάμενοσ ἐργαστήρια τῆσ μαντικῆσ τὸ μὲν ἐν Δελφοῖσ, τὸ δὲ ἐν Κλάρῳ καὶ ἐν Διδύμοισ ἐξαπατᾷ τοὺσ χρωμένουσ αὐτῷ λοξὰ καὶ ἐπαμφοτερίζοντα πρὸσ ἑκάτερον τῆσ ἐρωτήσεωσ ἀποκρινόμενοσ, ὡσ ἀκίνδυνον εἶναι τὸ σφάλμα. (Lucian, Dialogi deorum, 2:1)

    (루키아노스, Dialogi deorum, 2:1)

  • ἀγαθοῦ Δαίμονοσ δέχομαι, λαβοῦσ1’ ἀπένεγκε ταύτην ἐκποδών Ξέναρχοσ ἐν Διδύμοισ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 47 2:4)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 47 2:4)

유의어

  1. 이중의

  2. 쌍둥이의

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION