헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διδυμογενής

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διδυμογενής διδυμογενές

형태분석: διδυμογενη (어간) + ς (어미)

어원: gi/gnomai

  1. twin-born

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 διδυμογενής

(이)가

διδυμόγενες

(것)가

속격 διδυμογενούς

(이)의

διδυμογένους

(것)의

여격 διδυμογενεί

(이)에게

διδυμογένει

(것)에게

대격 διδυμογενή

(이)를

διδυμόγενες

(것)를

호격 διδυμογενές

(이)야

διδυμόγενες

(것)야

쌍수주/대/호 διδυμογενεί

(이)들이

διδυμογένει

(것)들이

속/여 διδυμογενοίν

(이)들의

διδυμογένοιν

(것)들의

복수주격 διδυμογενείς

(이)들이

διδυμογένη

(것)들이

속격 διδυμογενών

(이)들의

διδυμογένων

(것)들의

여격 διδυμογενέσιν*

(이)들에게

διδυμογένεσιν*

(것)들에게

대격 διδυμογενείς

(이)들을

διδυμογένη

(것)들을

호격 διδυμογενείς

(이)들아

διδυμογένη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὁ δ’ ἐμὸσ ἐν ἁλὶ πολυπλανὴσ πόσισ ὀλόμενοσ οἴχεται, Κάστορόσ τε συγγόνου τε διδυμογενὲσ ἄγαλμα πατρίδοσ ἀφανὲσ ἀφανὲσ ἱππόκροτα λέ‐ λοιπε δάπεδα γυμνάσιά τε δονακόεντοσ Εὐρώ‐ τα, νεανιᾶν πόνον. (Euripides, Helen, choral, strophe 25)

    (에우리피데스, Helen, choral, strophe 25)

유의어

  1. twin-born

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION