διαπέμπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαπέμπω
διαπέμψω
Structure:
δια
(Prefix)
+
πέμπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to send off in different directions, send to and fro, send about or round
- to send over or across, to transmit
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπεὶ δ’ ἀστυγείτονεσ ὄντεσ Ὀρχομένιοι καὶ διάφοροι τοῖσ Χαιρωνεῦσιν ἐμισθώσαντο Ῥωμαϊκὸν συκοφάντην, ὁ δ’ ὥσπερ ἑνὸσ ἀνθρώπου τὸ τῆσ πόλεωσ ὄνομα κατενεγκὼν ἐδίωκε φόνου τῶν ὑπὸ τοῦ Δάμωνοσ ἀνῃρημένων, ἡ δὲ κρίσισ ἦν ἐπὶ τοῦ στρατηγοῦ τῆσ Μακεδονίασ οὔπω γὰρ εἰσ τὴν Ἑλλάδα Ῥωμαῖοι στρατηγοὺσ διεπέμποντο, οἱ λέγοντεσ ὑπὲρ τῆσ πόλεωσ ἐπεκαλοῦντο τὴν Λουκούλλου μαρτυρίαν, γράψαντοσ δὲ τοῦ στρατηγοῦ πρὸσ Λούκουλλον ἐκεῖνοσ ἐμαρτύρησε τἀληθῆ, καὶ τὴν δίκην οὕτωσ ἀπέφυγεν ἡ πόλισ κινδυνεύουσα περὶ τῶν μεγίστων. (Plutarch, , chapter 2 1:1)
- οὗτοι γὰρ πρίν τε Παυσανίαν τ’ ἀφικέσθαι διεπέμποντο πρὸσ τοὺσ ἐν Πειραιεῖ, καὶ ἀφικομένου συνεσπούδασαν τὴν κάθοδον. (Aristotle, Athenian Constitution, work Ath. Pol., chapter 38 3:3)
- ἐπεὶ δὲ ὁ Μεγιστόνουσ τε παρεισπεσὼν εἰσ τὸ Ἄργοσ ἀνῃρέθη μαχόμενοσ καὶ μόγισ ἀντεῖχον οἱ φρουροὶ καὶ διεπέμποντο συχνοὺσ πρὸσ τὸν Κλεομένη, φοβηθεὶσ μὴ τοῦ Ἄργουσ οἱ πολέμιοι κρατήσαντεσ καὶ τὰσ παρόδουσ ἀποκλείσαντεσ αὐτοὶ πορθῶσιν ἀδεῶσ τὴν Λακωνικὴν καὶ πολιορκῶσι τὴν Σπάρτην ἔρημον οὖσαν, ἀπῆγεν ἐκ Κορίνθου τὸ στράτευμα, καὶ ταύτησ μὲν εὐθὺσ ἐστέρητο τῆσ πόλεωσ εἰσελθόντοσ Ἀντιγόνου καὶ φρουρὰν καταστήσαντοσ· (Plutarch, Cleomenes, chapter 21 2:1)
- γενομένων δὲ διὰ ταῦτα τῶν ὁμολογιῶν, καὶ τῆσ γνώμησ ἅμα τῷ μεγέθει τῆσ παρασκευῆσ ἐκφανείσησ τοῦ Δημητρίου, φοβηθέντεσ οἱ βασιλεῖσ διεπέμποντο πρὸσ τὸν Πύρρον ἀγγέλουσ καὶ γράμματα, θαυμάζειν φάσκοντεσ εἰ τὸν αὑτοῦ προέμενοσ καιρόν, ἐν τῷ Δημητρίου πολεμῆσαι περιμένει, καὶ δυνάμενοσ Μακεδονίασ ἐκβαλεῖν αὐτὸν πολλὰ πράττοντα καὶ ταραττόμενον, ἐκδέχεται καὶ σχολάζοντι καὶ μεγάλῳ γενομένῳ περὶ τῶν ἐν Μολοσσοῖσ ἱερῶν καὶ τάφων διαγωνίσασθαι, καὶ ταῦτα Κέρκυραν ἔναγχοσ ἀφῃρημένοσ ὑπ’ αὐτοῦ μετὰ τῆσ γυναικόσ. (Plutarch, chapter 10 4:1)
- οἱ δὲ τὴν καλουμένην Κολλατίαν κατοικοῦντεσ ἐπειράθησαν μὲν ἐλθεῖν διὰ μάχησ πρὸσ τὰσ Ῥωμαίων δυνάμεισ καὶ προῆλθον ἔξω τῆσ πόλεωσ, ἐν ἁπάσαισ δὲ ταῖσ συμπλοκαῖσ ἐλαττούμενοι καὶ πληγὰσ πολλὰσ λαμβάνοντεσ ἠναγκάσθησαν πάλιν εἰσ τὸ τεῖχοσ καταφυγεῖν καὶ διεπέμποντο πρὸσ τὰσ Λατίνων πόλεισ αἰτούμενοι συμμαχίαν. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 50 3:1)
Synonyms
-
to send off in different directions
- διαποστέλλω (to send off in different directions, dispatch)
-
to send over or across
Derived
- ἀναπέμπω (to send up, to send forth, to send up from oneself)
- ἀποπέμπω (to send off or away, to dismiss, to send away from oneself)
- εἰσπέμπω (to send in, bring in, let in)
- ἐκπέμπω (to send out or forth from, to bring out by calling, call or fetch out)
- ἐπιπέμπω (to send besides or again, to send upon or to, to send upon or against)
- καταπέμπω (to send down, to send from head-quarters, to dispatch)
- μεταπέμπω (to send after, to send for, summon)
- παραπέμπω (to send past, convey past or through, to send by or along the coast)
- πέμπω (I send, dispatch, )
- περιπέμπω (to send round, dispatch in all directions)
- προαποπέμπω (to send away before)
- προεκπέμπω (to send out before)
- προπέμπω (to send before, send on or forward, to cause)
- προσαποπέμπω (to send away or off besides)
- προσεκπέμπω (to send away besides)
- προσπέμπω (to send to, to send or conduct, to)
- συμπέμπω (to send with or at the same time, to help in conducting)
- συναναπέμπω (to send up together)
- συναποπέμπω (to send off together)
- συνεκπέμπω (to send out together)
- ὑπεκπέμπω (to send out secretly, I was sent out secretly)
- ὑποπέμπω (to send under, to be sent beneath, to send secretly: to send as a spy)