διαπέμπω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
διαπέμπω
διαπέμψω
Structure:
δια
(Prefix)
+
πέμπ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to send off in different directions, send to and fro, send about or round
- to send over or across, to transmit
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- εὐφημεῖν χρὴ κἀξίστασθαι τοῖσ ἡμετέροισι χοροῖσιν, ὅστισ ἄπειροσ τοιῶνδε λόγων ἢ γνώμῃ μὴ καθαρεύει, ἢ γενναίων ὄργια Μουσῶν μήτ’ εἶδεν μήτ’ ἐχόρευσεν, μηδὲ Κρατίνου τοῦ ταυροφάγου γλώττησ Βακχεῖ’ ἐτελέσθη, ἢ βωμολόχοισ ἔπεσιν χαίρει μὴ ν’ καιρῷ τοῦτο ποιοῦσιν, ἢ στάσιν ἐχθρὰν μὴ καταλύει μηδ’ εὔκολόσ ἐστι πολίταισ, ἀλλ’ ἀνεγείρει καὶ ῥιπίζει κερδῶν ἰδίων ἐπιθυμῶν, ἢ τῆσ πόλεωσ χειμαζομένησ ἄρχων καταδωροδοκεῖται, ἢ προδίδωσιν φρούριον ἢ ναῦσ, ἢ τἀπόρρητ’ ἀποπέμπει ἐξ Αἰγίνησ Θωρυκίων ὢν εἰκοστολόγοσ κακοδαίμων, ἀσκώματα καὶ λίνα καὶ πίτταν διαπέμπων εἰσ Ἐπίδαυρον, ἢ χρήματα ταῖσ τῶν ἀντιπάλων ναυσὶν παρέχειν τινὰ πείθει, ἢ κατατιλᾷ τῶν Ἑκαταίων κυκλίοισι χοροῖσιν ὑπᾴδων, ἢ τοὺσ μισθοὺσ τῶν ποιητῶν ῥήτωρ ὢν εἶτ’ ἀποτρώγει, κωμῳδηθεὶσ ἐν ταῖσ πατρίοισ τελεταῖσ ταῖσ τοῦ Διονύσου· (Aristophanes, Frogs, Parodos, anapests1)
- ὁ δὲ Μάριοσ ἑκασταχοῦ διαπέμπων τοὺσ ἡγεμόνασ ἑστάναι καὶ καρτερεῖν παρεκάλει, πελασάντων δὲ εἰσ ἐφικτὸν ἐξακοντίσαι τοὺσ ὑσσούσ, εἶτα χρῆσθαι ταῖσ μαχαίραισ καὶ τοῖσ θυρεοῖσ ἀντερείσαντασ βιάζεσθαι· (Plutarch, Caius Marius, chapter 20 5:1)
- διμοιρίαν γε μὴν λαμβάνων ἐν ταῖσ θοίναισ οὐχ ὅπωσ ἀμφοτέραισ ἐχρῆτο, ἀλλὰ διαπέμπων οὐδετέραν αὑτῷ κατέλειπε, νομίζων βασιλεῖ τοῦτο διπλασιασθῆναι οὐχὶ πλησμονῆσ ἕνεκα, ἀλλ’ ὅπωσ ἔχοι καὶ τούτῳ τιμᾶν εἴ τινα βούλοιτο. (Xenophon, Minor Works, , chapter 5 2:3)
- ὁ δ’ οὖν Πολυπέρχων διαπέμπων πολλαχοῦ πρὸσ τοὺσ ἰδιοξένουσ καὶ τοὺσ ἀλλοτρίωσ διακειμένουσ πρὸσ Κάσανδρον ἠξίου κατάγειν τὸ μειράκιον ἐπὶ τὴν πατρῴαν βασιλείαν. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, Books XVIII-XX, book 20, chapter 20 2:1)
- ὅπου δὲ χιλὸσ σπάνιοσ πάνυ εἰή, αὐτὸσ δὲ δύναιτο παρασκευάσασθαι διὰ τὸ πολλοὺσ ἔχειν ὑπηρέτασ καὶ διὰ τὴν ἐπιμέλειαν, διαπέμπων ἐκέλευε τοὺσ φίλουσ τοῖσ τὰ ἑαυτῶν σώματα ἄγουσιν ἵπποισ ἐμβάλλειν τοῦτον τὸν χιλόν, ὡσ μὴ πεινῶντεσ τοὺσ ἑαυτοῦ φίλουσ ἄγωσιν. (Xenophon, Anabasis, , chapter 9 28:1)
Synonyms
-
to send off in different directions
- διαποστέλλω (to send off in different directions, dispatch)
-
to send over or across
Derived
- ἀναπέμπω (to send up, to send forth, to send up from oneself)
- ἀποπέμπω (to send off or away, to dismiss, to send away from oneself)
- εἰσπέμπω (to send in, bring in, let in)
- ἐκπέμπω (to send out or forth from, to bring out by calling, call or fetch out)
- ἐπιπέμπω (to send besides or again, to send upon or to, to send upon or against)
- καταπέμπω (to send down, to send from head-quarters, to dispatch)
- μεταπέμπω (to send after, to send for, summon)
- παραπέμπω (to send past, convey past or through, to send by or along the coast)
- πέμπω (I send, dispatch, )
- περιπέμπω (to send round, dispatch in all directions)
- προαποπέμπω (to send away before)
- προεκπέμπω (to send out before)
- προπέμπω (to send before, send on or forward, to cause)
- προσαποπέμπω (to send away or off besides)
- προσεκπέμπω (to send away besides)
- προσπέμπω (to send to, to send or conduct, to)
- συμπέμπω (to send with or at the same time, to help in conducting)
- συναναπέμπω (to send up together)
- συναποπέμπω (to send off together)
- συνεκπέμπω (to send out together)
- ὑπεκπέμπω (to send out secretly, I was sent out secretly)
- ὑποπέμπω (to send under, to be sent beneath, to send secretly: to send as a spy)