Ancient Greek-English Dictionary Language

διαπέμπω

Non-contract Verb; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διαπέμπω διαπέμψω

Structure: δια (Prefix) + πέμπ (Stem) + ω (Ending)

Sense

  1. to send off in different directions, send to and fro, send about or round
  2. to send over or across, to transmit

Conjugation

Present tense

Active
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπέμπω διαπέμπεις διαπέμπει
Dual διαπέμπετον διαπέμπετον
Plural διαπέμπομεν διαπέμπετε διαπέμπουσιν*
SubjunctiveSingular διαπέμπω διαπέμπῃς διαπέμπῃ
Dual διαπέμπητον διαπέμπητον
Plural διαπέμπωμεν διαπέμπητε διαπέμπωσιν*
OptativeSingular διαπέμποιμι διαπέμποις διαπέμποι
Dual διαπέμποιτον διαπεμποίτην
Plural διαπέμποιμεν διαπέμποιτε διαπέμποιεν
ImperativeSingular διαπέμπε διαπεμπέτω
Dual διαπέμπετον διαπεμπέτων
Plural διαπέμπετε διαπεμπόντων, διαπεμπέτωσαν
Infinitive διαπέμπειν
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπεμπων διαπεμποντος διαπεμπουσα διαπεμπουσης διαπεμπον διαπεμποντος
Middle/Passive
1st person2nd person3rd person
IndicativeSingular διαπέμπομαι διαπέμπει, διαπέμπῃ διαπέμπεται
Dual διαπέμπεσθον διαπέμπεσθον
Plural διαπεμπόμεθα διαπέμπεσθε διαπέμπονται
SubjunctiveSingular διαπέμπωμαι διαπέμπῃ διαπέμπηται
Dual διαπέμπησθον διαπέμπησθον
Plural διαπεμπώμεθα διαπέμπησθε διαπέμπωνται
OptativeSingular διαπεμποίμην διαπέμποιο διαπέμποιτο
Dual διαπέμποισθον διαπεμποίσθην
Plural διαπεμποίμεθα διαπέμποισθε διαπέμποιντο
ImperativeSingular διαπέμπου διαπεμπέσθω
Dual διαπέμπεσθον διαπεμπέσθων
Plural διαπέμπεσθε διαπεμπέσθων, διαπεμπέσθωσαν
Infinitive διαπέμπεσθαι
Participle MasculineFeminineNeuter
διαπεμπομενος διαπεμπομενου διαπεμπομενη διαπεμπομενης διαπεμπομενον διαπεμπομενου

Future tense

Imperfect tense

The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.

Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.

Examples

  • καὶ πολλαχῇ διαπέμπουσα πρέσβεισ παρεκάλει τὰσ πλησιοχώρουσ πόλεισ ἐπὶ συμμαχίαν, ἀντιπρεσβευομένων εἰσ τὰσ αὐτὰσ καὶ τῶν Λατίνων καὶ πολλὰ τῆσ Ῥώμησ κατηγορούντων. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books IV-VI, book 5, chapter 62 1:3)

Synonyms

  1. to send off in different directions

  2. to send over or across

Related

Derived

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION