헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

διακρίνω

비축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: διακρίνω διακρινῶ

형태분석: δια (접두사) + κρίν (어간) + ω (인칭어미)

  1. 속하다, 갈라지다, 나누다, 분리시키다, 분할하다
  2. 구별하다, 분간하다, 식별하다, 분명히 알아 차리다, 뻗치다
  3. 얻다, 다투다, 획득하다, 결정하다, 싸우다, 정하다, 논쟁하다
  4. 주저하다, 망설이다, 의심하다
  1. to separate one from another, to part, to be parted, to part and join different
  2. to be dissolved into elemental parts
  3. to distinguish, making, distinction, distinction was made
  4. to settle, decide, to get, decided, to come to a decision, to contend
  5. to doubt, hesitate

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακρίνω

(나는) 속한다

διακρίνεις

(너는) 속한다

διακρίνει

(그는) 속한다

쌍수 διακρίνετον

(너희 둘은) 속한다

διακρίνετον

(그 둘은) 속한다

복수 διακρίνομεν

(우리는) 속한다

διακρίνετε

(너희는) 속한다

διακρίνουσιν*

(그들은) 속한다

접속법단수 διακρίνω

(나는) 속하자

διακρίνῃς

(너는) 속하자

διακρίνῃ

(그는) 속하자

쌍수 διακρίνητον

(너희 둘은) 속하자

διακρίνητον

(그 둘은) 속하자

복수 διακρίνωμεν

(우리는) 속하자

διακρίνητε

(너희는) 속하자

διακρίνωσιν*

(그들은) 속하자

기원법단수 διακρίνοιμι

(나는) 속하기를 (바라다)

διακρίνοις

(너는) 속하기를 (바라다)

διακρίνοι

(그는) 속하기를 (바라다)

쌍수 διακρίνοιτον

(너희 둘은) 속하기를 (바라다)

διακρινοίτην

(그 둘은) 속하기를 (바라다)

복수 διακρίνοιμεν

(우리는) 속하기를 (바라다)

διακρίνοιτε

(너희는) 속하기를 (바라다)

διακρίνοιεν

(그들은) 속하기를 (바라다)

명령법단수 διακρίνε

(너는) 속해라

διακρινέτω

(그는) 속해라

쌍수 διακρίνετον

(너희 둘은) 속해라

διακρινέτων

(그 둘은) 속해라

복수 διακρίνετε

(너희는) 속해라

διακρινόντων, διακρινέτωσαν

(그들은) 속해라

부정사 διακρίνειν

속하는 것

분사 남성여성중성
διακρινων

διακρινοντος

διακρινουσα

διακρινουσης

διακρινον

διακρινοντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διακρίνομαι

(나는) 속된다

διακρίνει, διακρίνῃ

(너는) 속된다

διακρίνεται

(그는) 속된다

쌍수 διακρίνεσθον

(너희 둘은) 속된다

διακρίνεσθον

(그 둘은) 속된다

복수 διακρινόμεθα

(우리는) 속된다

διακρίνεσθε

(너희는) 속된다

διακρίνονται

(그들은) 속된다

접속법단수 διακρίνωμαι

(나는) 속되자

διακρίνῃ

(너는) 속되자

διακρίνηται

(그는) 속되자

쌍수 διακρίνησθον

(너희 둘은) 속되자

διακρίνησθον

(그 둘은) 속되자

복수 διακρινώμεθα

(우리는) 속되자

διακρίνησθε

(너희는) 속되자

διακρίνωνται

(그들은) 속되자

기원법단수 διακρινοίμην

(나는) 속되기를 (바라다)

διακρίνοιο

(너는) 속되기를 (바라다)

διακρίνοιτο

(그는) 속되기를 (바라다)

쌍수 διακρίνοισθον

(너희 둘은) 속되기를 (바라다)

διακρινοίσθην

(그 둘은) 속되기를 (바라다)

복수 διακρινοίμεθα

(우리는) 속되기를 (바라다)

διακρίνοισθε

(너희는) 속되기를 (바라다)

διακρίνοιντο

(그들은) 속되기를 (바라다)

명령법단수 διακρίνου

(너는) 속되어라

διακρινέσθω

(그는) 속되어라

쌍수 διακρίνεσθον

(너희 둘은) 속되어라

διακρινέσθων

(그 둘은) 속되어라

복수 διακρίνεσθε

(너희는) 속되어라

διακρινέσθων, διακρινέσθωσαν

(그들은) 속되어라

부정사 διακρίνεσθαι

속되는 것

분사 남성여성중성
διακρινομενος

διακρινομενου

διακρινομενη

διακρινομενης

διακρινομενον

διακρινομενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διέκρινον

(나는) 속하고 있었다

διέκρινες

(너는) 속하고 있었다

διέκρινεν*

(그는) 속하고 있었다

쌍수 διεκρίνετον

(너희 둘은) 속하고 있었다

διεκρινέτην

(그 둘은) 속하고 있었다

복수 διεκρίνομεν

(우리는) 속하고 있었다

διεκρίνετε

(너희는) 속하고 있었다

διέκρινον

(그들은) 속하고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 διεκρινόμην

(나는) 속되고 있었다

διεκρίνου

(너는) 속되고 있었다

διεκρίνετο

(그는) 속되고 있었다

쌍수 διεκρίνεσθον

(너희 둘은) 속되고 있었다

διεκρινέσθην

(그 둘은) 속되고 있었다

복수 διεκρινόμεθα

(우리는) 속되고 있었다

διεκρίνεσθε

(너희는) 속되고 있었다

διεκρίνοντο

(그들은) 속되고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ὅταν γὰρ γένηται αὐτοῖσ ἀντιλογία καὶ ἔλθωσι πρόσ με, διακρίνω ἕκαστον καὶ συμβιβάζω αὐτοὺσ τὰ προστάγματα τοῦ Θεοῦ καὶ τὸν νόμον αὐτοῦ. (Septuagint, Liber Exodus 18:16)

    (70인역 성경, 탈출기 18:16)

  • καὶ δώσεισ τῷ δούλῳ σου καρδίαν ἀκούειν καὶ διακρίνειν τὸν λαόν σου ἐν δικαιοσύνῃ καὶ τοῦ συνιεῖν ἀνὰ μέσον ἀγαθοῦ καὶ κακοῦ. ὅτι τίσ δυνηθήσεται κρίνειν τὸν λαόν σου τὸν βαρὺν τοῦτον̣ (Septuagint, Liber I Regum 3:9)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 3:9)

  • Τῷ Ἰσσααρὶ Χωνενία καὶ υἱοὶ τῆσ ἐργασίασ τῆσ ἔξω ἐπὶ τὸν Ἰσραὴλ τοῦ γραμματεύειν καὶ διακρίνειν. (Septuagint, Liber I Paralipomenon 26:29)

    (70인역 성경, 역대기 상권 26:29)

  • οὖσ μὲν γὰρ ρήματα διακρίνει, λάρυγξ δὲ σῖτα γεύεται. (Septuagint, Liber Iob 12:11)

    (70인역 성경, 욥기 12:11)

  • εἶδε γὰρ ἤδη ὁδόν μου, διέκρινε δέ με ὥσπερ τὸ χρυσίον. (Septuagint, Liber Iob 23:10)

    (70인역 성경, 욥기 23:10)

  • καὶ ἔσται προσδεκτὰ τὰ ἔργα μου, καὶ διακρινῶ τὸν λαόν σου δικαίωσ καὶ ἔσομαι ἄξιοσ θρόνων πατρόσ μου. (Septuagint, Liber Sapientiae 9:12)

    (70인역 성경, 지혜서 9:12)

  • καὶ ὑμεῖσ, πρόβατα, τάδε λέγει Κύριοσ Κύριοσ. ἰδοὺ ἐγὼ διακρινῶ ἀναμέσον προβάτου καὶ προβάτου, κριῶν καὶ τράγων. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 34:17)

    (70인역 성경, 에제키엘서 34:17)

  • διὰ τοῦτο τάδε λέγει Κύριοσ Κύριοσ. ἰδοὺ ἐγὼ διακρινῶ ἀναμέσον προβάτου ἰσχυροῦ καὶ ἀναμέσον προβάτου ἀσθενοῦσ. (Septuagint, Prophetia Ezechielis 34:20)

    (70인역 성경, 에제키엘서 34:20)

  • βούλει δῆτα ἐγώ σοι τρόπον τινὰ διακρίνω; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 92:5)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 92:5)

유의어

  1. 구별하다

  2. 주저하다

관련어

파생어

유사 형태

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION