Ancient Greek-English Dictionary Language

διάβολος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: διάβολος διάβολος διάβολον

Structure: διαβολ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. slanderous; libellous

Examples

  • ὁμόνοιαν ἀδελφῶν διέστησεν, ἀνθρώπουσ δὲ κυνικοὺσ καὶ διαβόλουσ ἐν μέσῳ λαμβάνοντεσ αὑτῶν καὶ περιπταίοντεσ οὐ συνορῶσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 19 4:1)
  • ἀδελφῶν διέστησεν, ἀνθρώπουσ δὲ κυνικοὺσ καὶ διαβόλουσ ἐν μέσῳ λαμβάνοντεσ αὑτῶν καὶ περιπταίοντεσ οὐ συνορῶσι. (Plutarch, De fraterno amore, section 19 11:1)
  • τούσ γε μὴν διαβόλουσ μᾶλλον ἢ τοὺσ κλέπτασ ἐμίσει, μείζω ζημίαν ἡγούμενοσ φίλων ἢ χρημάτων στερίσκεσθαι. (Xenophon, Minor Works, , chapter 11 6:2)
  • τὸ σύμβολον, ὡσ πρὸσ τοὺσ διαβόλουσ καὶ ψιθύρουσ τῶν συνήθων ᾐνιγμένον, οὐδ’ αὐτὸσ ὁ Λεύκιοσ ἐδοκίμαζεν· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 8, 8:1)
  • γυναῖκασ ὡσαύτωσ σεμνάσ, μὴ διαβόλουσ, νηφαλίουσ, πιστὰσ ἐν πᾶσιν. (PROS TIMOQEON A, chapter 1 51:1)

Synonyms

  1. slanderous

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION