헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βρῶσις

3군 변화 명사; 여성 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βρῶσις βρώσεως

형태분석: βρωσι (어간) + ς (어미)

어원: bibrw/skw

  1. the act of eating (food); eating a meal
  2. food that is eaten, or is to be eaten

곡용 정보

3군 변화

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἐνετείλατο Κύριοσ ὁ Θεὸσ τῷ Ἀδὰμ λέγων. ἀπὸ παντὸσ ξύλου τοῦ ἐν τῷ παραδείσῳ βρώσει φαγῇ, (Septuagint, Liber Genesis 2:16)

    (70인역 성경, 창세기 2:16)

  • ἐὰν δὲ βρώσει βρωθῇ τῇ ἡμέρᾳ τῇ τρίτῃ, ἄθυτόν ἐστιν, οὐ δεχθήσεται. (Septuagint, Liber Leviticus 19:7)

    (70인역 성경, 레위기 19:7)

  • τηκόμενοι λιμῷ καὶ βρώσει ὀρνέων καὶ ὀπισθότονοσ ἀνίατοσ. ὀδόντασ θηρίων ἐπαποστελῶ εἰσ αὐτοὺσ μετὰ θυμοῦ συρόντων ἐπὶ γῆν. (Septuagint, Liber Deuteronomii 32:24)

    (70인역 성경, 신명기 32:24)

  • καὶ ἀπεκρίθη πᾶσ ἀνὴρ Ἰούδα πρὸσ ἄνδρα Ἰσραὴλ καὶ εἶπαν. διότι ἐγγίζει πρόσ με ὁ βασιλεύσ. καὶ ἱνατί οὕτωσ ἐθυμώθησ περὶ τοῦ λόγου τούτου̣ μὴ βρώσει ἐφάγαμεν ἐκ τοῦ βασιλέωσ, ἢ δόμα ἔδωκεν ἢ ἄρσιν ᾖρεν ἡμῖν̣ (Septuagint, Liber II Samuelis 19:42)

    (70인역 성경, 사무엘기 하권 19:42)

  • οὐχὶ γνώσονται πάντεσ οἱ ἐργαζόμενοι τὴν ἀνομίαν̣ οἱ ἐσθίοντεσ τὸν λαόν μου βρώσει ἄρτου τὸν Κύριον οὐκ ἐπεκαλέσαντο. (Septuagint, Liber Psalmorum 13:4)

    (70인역 성경, 시편 13:4)

유의어

  1. food that is eaten

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION