Ancient Greek-English Dictionary Language

βραδύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βραδύς βραδεῖα βραδύ

Structure: βραδυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. slow
  2. slow-witted, dull
  3. (time) late, tardy

Examples

  • ἐν καιρῷ δεομένῳ βραδυτέρου δείπνου διάγραμμα παρακείμενον ἤ τι βιβλίδιον ἢ λύριον οὐ προϊένται τῇ γαστρὶ λεηλατούμενον, ἀλλ’ ἀποστρέφων συνεχῶσ καὶ μεταφέρων ἐπὶ ταῦτα τὴν διάνοιαν ἀπὸ τῆσ τραπέζησ ὥσπερ Ἁρπυίασ τὰσ ὀρέξεισ διασοβήσει ταῖσ Μούσαισ. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 20 1:1)
  • πλέθρῳ μόνον ἡ χελώνη τὸν ἵππον, οἱ τοῦτο μὲν εἰσ ἄπειρον τέμνοντεσ ἑκάτερα δὲ κινοῦντεσ κατὰ τὸ πρότερον καὶ τὸ ὕστερον, οὐδέποτε τῷ βραδυτάτῳ προσάξουσι τὸ τάχιστον, ἀεί τι διάστημα τοῦ βραδυτέρου προλαμβάνοντοσ εἰσ ἄπειρα διαστήματα μεριζόμενον. (Plutarch, De communibus notitiis adversus Stoicos, section 43 4:1)
  • καὶ νῦν ἐγὼ μὲν ἅτε βραδὺσ ὢν καὶ πρεσβύτησ ὑπὸ τοῦ βραδυτέρου ἑάλων, οἱ δ’ ἐμοὶ κατήγοροι ἅτε δεινοὶ καὶ ὀξεῖσ ὄντεσ ὑπὸ τοῦ θάττονοσ, τῆσ κακίασ. (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 206:2)
  • καὶ μὴν ἐξ ἰσχυροτέρου γε τὸ ἀσθενέστερον καὶ ἐκ βραδυτέρου τὸ θᾶττον; (Plato, Euthyphro, Apology, Crito, Phaedo, 194:1)

Synonyms

  1. slow

  2. slow-witted

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION