Ancient Greek-English Dictionary Language

βραδύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βραδύς βραδεῖα βραδύ

Structure: βραδυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. slow
  2. slow-witted, dull
  3. (time) late, tardy

Examples

  • ἧκε γὰρ ἄν σοι διὰ τῆσ λεωφόρου ἀσφαλέστερον, εἰ καὶ ὀλίγῳ βραδύτερον. (Lucian, Dialogi mortuorum, 4:7)
  • τυγχάνουσιν οἱ βραδύτερον ἀφικνούμενοι τῶν θᾶττον παραγιγνομένων. (Plutarch, Consolatio ad Apollonium, chapter, section 23 3:1)
  • πάλιν δὲ βραδύτερον μέν, εἷλκεν δέ με ὅμωσ ἡ περὶ τὸ πράττειν τὰ κοινὰ καὶ πολιτικὰ ἐπιθυμία. (Plato, Epistles, Letter 7 12:3)
  • καὶ καταλαμβάνων τὸν βραδύτερον συνέπεται καὶ συμπαραπέμπει τὴν αἴσθησιν. (Plutarch, Platonicae quaestiones, chapter 7, section 9 4:1)
  • αἱ δὲ τοιαῦται κοιλίαι πολλῷ τε βραδύτερον πέσσουσι καὶ πλείονοσ δέονται ἀναπαύσιόσ τε καὶ ἡσυχίησ. (Hippocrates, Hippocrates Collected Works I, , xi.3)

Synonyms

  1. slow

  2. slow-witted

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION