Ancient Greek-English Dictionary Language

βραδύς

First/Third declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: βραδύς βραδεῖα βραδύ

Structure: βραδυ (Stem) + ς (Ending)

Sense

  1. slow
  2. slow-witted, dull
  3. (time) late, tardy

Examples

  • οὔτε γὰρ ἁρ́μα δήπου ταχὺ γένοιτ’ ἂν βραδέων ἵππων ἐνόντων οὔτε δίκαιον ἀδίκων συνεζευγμένων, οὐδὲ οἶκοσ δύναιτ’ ἂν εὖ οἰκεῖσθαι πονηροῖσ οἰκέταισ χρώμενοσ, ἀλλὰ καὶ ἐνδεόμενοσ οἰκετῶν ἧττον σφάλλεται ἢ ὑπὸ ἀδίκων ταραττόμενοσ. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 29:3)

Synonyms

  1. slow

  2. slow-witted

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION