헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βούλομαι

비축약 동사; 이상동사 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: βούλομαι βουλήσομαι ἐβουλήθην βεβούλημαι

형태분석: βούλ (어간) + ομαι (인칭어미)

어원: 어근 BOL, epic bo/lomai, 라틴어 volo: 등과 동계어임. boulh/.

  1. 원하다, 바라다, 탐나다, 부족하다, 빌다
  2. 의미하다, 뜻하다, 함축하다
  3. 선호하다, 좋아하다
  1. (implying choice or preference) I will, wish, am willing, want
  2. I mean, profess
  3. I prefer

활용 정보

현재 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βούλομαι

(나는) 원한다

βούλει, βούλῃ

(너는) 원한다

βούλεται

(그는) 원한다

쌍수 βούλεσθον

(너희 둘은) 원한다

βούλεσθον

(그 둘은) 원한다

복수 βουλόμεθα

(우리는) 원한다

βούλεσθε

(너희는) 원한다

βούλονται

(그들은) 원한다

접속법단수 βούλωμαι

(나는) 원하자

βούλῃ

(너는) 원하자

βούληται

(그는) 원하자

쌍수 βούλησθον

(너희 둘은) 원하자

βούλησθον

(그 둘은) 원하자

복수 βουλώμεθα

(우리는) 원하자

βούλησθε

(너희는) 원하자

βούλωνται

(그들은) 원하자

기원법단수 βουλοίμην

(나는) 원하기를 (바라다)

βούλοιο

(너는) 원하기를 (바라다)

βούλοιτο

(그는) 원하기를 (바라다)

쌍수 βούλοισθον

(너희 둘은) 원하기를 (바라다)

βουλοίσθην

(그 둘은) 원하기를 (바라다)

복수 βουλοίμεθα

(우리는) 원하기를 (바라다)

βούλοισθε

(너희는) 원하기를 (바라다)

βούλοιντο

(그들은) 원하기를 (바라다)

명령법단수 βούλου

(너는) 원해라

βουλέσθω

(그는) 원해라

쌍수 βούλεσθον

(너희 둘은) 원해라

βουλέσθων

(그 둘은) 원해라

복수 βούλεσθε

(너희는) 원해라

βουλέσθων, βουλέσθωσαν

(그들은) 원해라

부정사 βούλεσθαι

원하는 것

분사 남성여성중성
βουλομενος

βουλομενου

βουλομενη

βουλομενης

βουλομενον

βουλομενου

미래 시제

중간태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουλήσομαι

(나는) 원하겠다

βουλήσει, βουλήσῃ

(너는) 원하겠다

βουλήσεται

(그는) 원하겠다

쌍수 βουλήσεσθον

(너희 둘은) 원하겠다

βουλήσεσθον

(그 둘은) 원하겠다

복수 βουλησόμεθα

(우리는) 원하겠다

βουλήσεσθε

(너희는) 원하겠다

βουλήσονται

(그들은) 원하겠다

기원법단수 βουλησοίμην

(나는) 원하겠기를 (바라다)

βουλήσοιο

(너는) 원하겠기를 (바라다)

βουλήσοιτο

(그는) 원하겠기를 (바라다)

쌍수 βουλήσοισθον

(너희 둘은) 원하겠기를 (바라다)

βουλησοίσθην

(그 둘은) 원하겠기를 (바라다)

복수 βουλησοίμεθα

(우리는) 원하겠기를 (바라다)

βουλήσοισθε

(너희는) 원하겠기를 (바라다)

βουλήσοιντο

(그들은) 원하겠기를 (바라다)

부정사 βουλήσεσθαι

원할 것

분사 남성여성중성
βουλησομενος

βουλησομενου

βουλησομενη

βουλησομενης

βουλησομενον

βουλησομενου

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 βουληθήσομαι

(나는) 원하겠다

βουληθήσῃ

(너는) 원하겠다

βουληθήσεται

(그는) 원하겠다

쌍수 βουληθήσεσθον

(너희 둘은) 원하겠다

βουληθήσεσθον

(그 둘은) 원하겠다

복수 βουληθησόμεθα

(우리는) 원하겠다

βουληθήσεσθε

(너희는) 원하겠다

βουληθήσονται

(그들은) 원하겠다

기원법단수 βουληθησοίμην

(나는) 원하겠기를 (바라다)

βουληθήσοιο

(너는) 원하겠기를 (바라다)

βουληθήσοιτο

(그는) 원하겠기를 (바라다)

쌍수 βουληθήσοισθον

(너희 둘은) 원하겠기를 (바라다)

βουληθησοίσθην

(그 둘은) 원하겠기를 (바라다)

복수 βουληθησοίμεθα

(우리는) 원하겠기를 (바라다)

βουληθήσοισθε

(너희는) 원하겠기를 (바라다)

βουληθήσοιντο

(그들은) 원하겠기를 (바라다)

부정사 βουληθήσεσθαι

원할 것

분사 남성여성중성
βουληθησομενος

βουληθησομενου

βουληθησομενη

βουληθησομενης

βουληθησομενον

βουληθησομενου

미완료(Imperfect) 시제

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβουλόμην

(나는) 원하고 있었다

ἐβούλου

(너는) 원하고 있었다

ἐβούλετο

(그는) 원하고 있었다

쌍수 ἐβούλεσθον

(너희 둘은) 원하고 있었다

ἐβουλέσθην

(그 둘은) 원하고 있었다

복수 ἐβουλόμεθα

(우리는) 원하고 있었다

ἐβούλεσθε

(너희는) 원하고 있었다

ἐβούλοντο

(그들은) 원하고 있었다

단순 과거(Aorist) 시제

수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἐβουλήθην

(나는) 원했다

ἐβουλήθης

(너는) 원했다

ἐβουλήθη

(그는) 원했다

쌍수 ἐβουλήθητον

(너희 둘은) 원했다

ἐβουληθήτην

(그 둘은) 원했다

복수 ἐβουλήθημεν

(우리는) 원했다

ἐβουλήθητε

(너희는) 원했다

ἐβουλήθησαν

(그들은) 원했다

접속법단수 βουλήθω

(나는) 원했자

βουλήθῃς

(너는) 원했자

βουλήθῃ

(그는) 원했자

쌍수 βουλήθητον

(너희 둘은) 원했자

βουλήθητον

(그 둘은) 원했자

복수 βουλήθωμεν

(우리는) 원했자

βουλήθητε

(너희는) 원했자

βουλήθωσιν*

(그들은) 원했자

기원법단수 βουληθείην

(나는) 원했기를 (바라다)

βουληθείης

(너는) 원했기를 (바라다)

βουληθείη

(그는) 원했기를 (바라다)

쌍수 βουληθείητον

(너희 둘은) 원했기를 (바라다)

βουληθειήτην

(그 둘은) 원했기를 (바라다)

복수 βουληθείημεν

(우리는) 원했기를 (바라다)

βουληθείητε

(너희는) 원했기를 (바라다)

βουληθείησαν

(그들은) 원했기를 (바라다)

명령법단수 βουλήθητι

(너는) 원했어라

βουληθήτω

(그는) 원했어라

쌍수 βουλήθητον

(너희 둘은) 원했어라

βουληθήτων

(그 둘은) 원했어라

복수 βουλήθητε

(너희는) 원했어라

βουληθέντων

(그들은) 원했어라

부정사 βουληθῆναι

원했는 것

분사 남성여성중성
βουληθεις

βουληθεντος

βουληθεισα

βουληθεισης

βουληθεν

βουληθεντος

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἔπειτα τὸν ἐν μὲν ταῖσ πολεμικαῖσ πράξεσιν ἄπιστον γεγενημένον, ἐν δὲ ταῖσ κατὰ τὴν πόλιν οἰκονομίαισ ἄχρηστον, περιεορακότα δὲ τοὺσ ἀντιπολιτευομένουσ ἅπαντα διαπεπραγμένουσ ὅσ’ ἐβουλήθησαν, μεταβεβλημένον δ’ αὐτὸν καὶ τὰσ ὑπὲρ τοῦ δήμου πράξεισ ἐγκαταλελοιπότα, τοῦτον περιποιῆσαι βουλήσεσθε; (Dinarchus, Speeches, 117:1)

    (디나르코스, 연설, 117:1)

  • εἶτ’, ὦ ἄνδρεσ Ἀθηναῖοι, ὃν οἱ νόμοι μὲν πολλάκισ ὑμῖν παραδεδώκασι τιμωρήσασθαι κατεψηφισμένον ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἐνδειχθέντα, φυλάξαι δ’ οὔθ’ οἱ ἕνδεκα δεδύνηνται οὔτε τὸ δεσμωτήριον, τούτῳ βουλήσεσθε συμβούλῳ χρῆσθαι; (Dinarchus, Speeches, 18:1)

    (디나르코스, 연설, 18:1)

  • αὐτὸσ ἐξητακέναι πρῶτον εἰ βουλομένοισ εἰή τοῖσ ἀνεψιοῖσ ὑμῶν ἐπιδοῦναι τὰ σώματα τῇ πατρίδι, μαθὼν δὲ αὐτοὺσ ἀναδεχομένουσ τὸν ὑπὲρ ἁπάντων ἀγῶνα κατὰ πολλὴν προθυμίαν θαρρῶν εἰσ μέσον ἐκφέρειν ἤδη τὸν λόγον, ἠξίου τε καὶ ἐμὲ πεῖραν ὑμῶν λαβεῖν, πότερον βουλήσεσθε προκινδυνεῦσαι τῆσ πατρίδοσ ὁμόσε χωρήσαντεσ Κορατίοισ ἢ παραχωρεῖτε τῆσ φιλοτιμίασ ταύτησ ἑτέροισ. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 16 3:2)

    (디오니시오스, Antiquitates Romanae, book 3, chapter 16 3:2)

  • εἰ οὖν βουλήσεσθε, τὰ δίκαια καὶ τὰ συμφέροντα ὑμῶν ποιησάντων, φιλοτιμότερον ἡμεῖσ ἕξομεν τοὺσ παρανομοῦντασ ἐξετάζειν. (Aeschines, Speeches, , section 1965)

    (아이스키네스, 연설, , section 1965)

유의어

  1. 원하다

  2. 의미하다

  3. 선호하다

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION