- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βάρος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: baros 고전 발음: [바로] 신약 발음: [바로]

기본형: βάρος βάρεος

형태분석: βαρο (어간) + ς (어미)

어원: βαρύς

  1. 부담, 짐, 무게, 추
  2. 슬픔, 비애, 비통
  3. 힘, 능력, 영향, 세력
  1. weight, burden, load
  2. grief, sorrow
  3. plenty
  4. dignity, influence, power

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βάρος

부담이

βάρει

부담들이

βάρη

부담들이

속격 βάρους

부담의

βάροιν

부담들의

βαρέων

부담들의

여격 βάρει

부담에게

βάροιν

부담들에게

βάρεσι(ν)

부담들에게

대격 βάρος

부담을

βάρει

부담들을

βάρη

부담들을

호격 βάρος

부담아

βάρει

부담들아

βάρη

부담들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • σμύρνα καὶ στακτὴ καὶ κασσία ἀπὸ τῶν ἱματίων σου ἀπὸ βάρεων ἐλεφαντίνων, ἐξ ὧν εὔφρανάν σε. (Septuagint, Liber Psalmorum 44:9)

    (70인역 성경, 시편 44:9)

  • Ἀπώσατο Κύριος θυσιαστήριον αὐτοῦ, ἀπετίναξεν ἁγίασμα αὐτοῦ, συνέτριψεν ἐν χειρὶ ἐχθροῦ τεῖχος βάρεων αὐτῆς. φωνὴν ἔδωκαν ἐν οἴκῳ Κυρίου ὡς ἐν ἡμέρᾳ ἑορτῆς. (Septuagint, Lamentationes 2:7)

    (70인역 성경, 애가 2:7)

  • "οὐ γῆ θερμότητος μετεῖχεν, οὐχ ὕδωρ πνεύματος, οὐκ ἄνω τι τῶν βαρέων οὐ κάτω τι τῶν κούφων, ἀλλ ἄκρατοι καὶ ἄστοργοι καὶ μονάδες αἱ τῶν ὅλων ἀρχαί, μὴ προσιέμεναι σύγκρισιν ἑτέρου πρὸς ἕτερον μηδὲ κοινωνίαν, ἀλλὰ φεύγουσαι καὶ ἀποστρεφόμεναι καὶ φερόμεναι φορὰς ἰδίας καὶ αὐθάδεις οὕτως εἶχον, ὡς ἔχει πᾶν οὗ θεὸς ἄπεστι, κατὰ Πλάτωνα, τουτέστιν, ὡς ἔχει τὰ σώματα, νοῦ καὶ ψυχῆς ἀπολιπούσης: (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 12 2:7)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 12 2:7)

  • "τῷ οὐρανῷ κατὰ φύσιν ἐστί, τῶν δὲ βαρέων καὶ κάτω ῥεπόντων : (Plutarch, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 1310)

    (플루타르코스, De faciae quae in orbe lunae apparet, section 1310)

  • λιθώδη γὰρ ὄντα καὶ βαρέα λάμπειν μὲν ἀντερείσει καὶ περικλάσει τοῦ αἰθέρος, ἕλκεσθαι δὲ ὑπὸ βίας σφιγγόμενα δίνῃ καὶ τόνῳ τῆς περιφορᾶς, ὥς που καὶ τὸ πρῶτον ἐκρατήθη μὴ πεσεῖν δεῦρο, τῶν ψυχρῶν καὶ βαρέων ἀποκρινομένων τοῦ παντός. (Plutarch, , chapter 12 2:3)

    (플루타르코스, , chapter 12 2:3)

유의어

  1. 부담

  2. 슬픔

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION