- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

βάρος?

3군 변화 명사; 중성 자동번역 로마알파벳 전사: baros 고전 발음: [바로] 신약 발음: [바로]

기본형: βάρος βάρεος

형태분석: βαρο (어간) + ς (어미)

어원: βαρύς

  1. 부담, 짐, 무게, 추
  2. 슬픔, 비애, 비통
  3. 힘, 능력, 영향, 세력
  1. weight, burden, load
  2. grief, sorrow
  3. plenty
  4. dignity, influence, power

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 βάρος

부담이

βάρει

부담들이

βάρη

부담들이

속격 βάρους

부담의

βάροιν

부담들의

βαρέων

부담들의

여격 βάρει

부담에게

βάροιν

부담들에게

βάρεσι(ν)

부담들에게

대격 βάρος

부담을

βάρει

부담들을

βάρη

부담들을

호격 βάρος

부담아

βάρει

부담들아

βάρη

부담들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • Τότε ὁ βασιλεὺς Δαρεῖος προσέταξεν ἐπισκέψασθαι ἐν τοῖς βιβλιοφυλακίοις τοῖς κειμένοις ἐν Βαβυλῶνι, και εὑρέθη ἐν Ἐκβατάνοις τῇ βάρει τῇ ἐν Μηδίᾳ χώρᾳ τόμος εἷς, ἐν ᾧ ὑπομνημάτιστο τάδε. (Septuagint, Liber Esdrae I 6:22)

    (70인역 성경, 에즈라기 6:22)

  • καὶ εὑρέθη ἐν πόλει ἐν τῇ βάρει κεφαλὶς μία, καὶ τοῦτο ἦν γεγραμμένον ἐν αὐτῇ ὑπόμνημα. (Septuagint, Liber Esdrae II 6:2)

    (70인역 성경, Liber Esdrae II 6:2)

  • ὁ δὲ ὀργῇ βαρείᾳ γεμίσας δυσσεβῆ φρένα παντὶ τῷ βάρει σὺν τοῖς θηρίοις ἐξώρμησε, βουλόμενος ἀτρώτῳ καρδίᾳ καὶ κόραις ὀφθαλμῶν θεάσασθαι τὴν ἐπίπονον καὶ ταλαίπωρον τῶν προσεσημαμμένων καταστροφήν. (Septuagint, Liber Maccabees III 5:47)

    (70인역 성경, Liber Maccabees III 5:47)

  • καὶ ἤμην ἐν Σούσοις τῇ βάρει, ἥ ἐστιν ἐν χώρᾳ Αἰλὰμ καὶ εἶδον ἐν ὁράματι καὶ ἤμην ἐπὶ τοῦ Οὐβὰλ (Septuagint, Prophetia Danielis 8:2)

    (70인역 성경, 다니엘서 8:2)

  • ἡ μέν γε τομὴ αὐτῷ κατὰ τὸ στόμωμα γίγνεται, τὸ δὲ ὑπόλοιπον, καὶ εἰ μαλθακὸν τύχοι ὄν, τῷ βάρει ὅμως συνεπερείδει τῷ τέμνοντι: (Arrian, chapter 12 3:2)

    (아리아노스, chapter 12 3:2)

  • ὁ δὲ εἶπεν. οὐ διελεύσῃ δι ἐμοῦ. καὶ ἐξῆλθεν Ἐδὼμ εἰς συνάντησιν αὐτῷ ἐν ὄχλῳ βαρεῖ καὶ ἐν χειρὶ ἰσχυρᾷ. (Septuagint, Liber Numeri 20:20)

    (70인역 성경, 민수기 20:20)

  • καὶ νῦν ὁ πατήρ μου ἐπεσάσσετο ὑμᾶς κλοιῷ βαρεῖ, κἀγὼ προσθήσω ἐπὶ τὸν κλοιὸν ὑμῶν. ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξιν, ἐγὼ δὲ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις. (Septuagint, Liber I Regum 12:12)

    (70인역 성경, 열왕기 상권 12:12)

  • καὶ νῦν ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ζυγῷ βαρεῖ, κἀγὼ προσθήσω ἐπὶ τὸν ζυγὸν ἡμῶν, ὁ πατήρ μου ἐπαίδευσεν ὑμᾶς ἐν μάστιξι κἀγὼ παιδεύσω ὑμᾶς ἐν σκορπίοις. (Septuagint, Liber II Paralipomenon 10:11)

    (70인역 성경, 역대기 하권 10:11)

유의어

  1. 부담

  2. 슬픔

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION