Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄζηλος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἄζηλος ἄζηλη ἄζηλον

Structure: ἀ (Prefix) + ζηλ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. not subject to envy, unenviable, dreary
  2. sorry, inconsiderable

Examples

  • ἄζηλά γ’, ὦ νεᾶνι, κοὐκ εὐδαίμονα. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, anapests 5:4)
  • ἄζηλά τοι φίλοισι, θνῃσκόντων φίλων. (Euripides, Iphigenia in Tauris, episode, lyric2)
  • λυθέντοσ γοῦν τοῦ μέτρου φαῦλα φανήσεται τὰ αὐτὰ ταῦτα καὶ ἄζηλα· (Dionysius of Halicarnassus, De Compositione Verborum, chapter 330)
  • ἄζηλα τὴν περιουσίαν διατιθεμένων ἀνὴρ δὲ δημοτικὸσ ἐπὶ ξένησ τεθνηκώσ, οὐ γυναικόσ, οὐ παίδων, οὐ συγγενῶν παρόντων, οὐ δεομένου τινόσ, οὐκ ἀναγκάζοντοσ, ὑπὸ δήμων τοσούτων καὶ πόλεων ἁμιλλωμένων προπεμπόμενοσ καὶ συνεκκομιζόμενοσ καὶ στεφανούμενοσ, εἰκότωσ ἐδόκει τὸν τελειότατον ἀπέχειν εὐδαιμονισμόν. (Plutarch, Pelopidas, chapter 34 3:1)
  • ἀλγῶ μὲν ἔργα καὶ πάθοσ γένοσ τε πᾶν, ἄζηλα νίκησ τῆσδ’ ἔχων μιάσματα. (Aeschylus, Libation Bearers, episode, anapests 2:2)

Synonyms

  1. not subject to envy

  2. sorry

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION