Ancient Greek-English Dictionary Language

αὐτόματος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: αὐτόματος αὐτομάτη αὐτόματον

Structure: αὐτοματ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. self-willed, unbidden
  2. self-moving, self-propelled
  3. (of plants) growing wild, unsown
  4. without external cause or support
  5. without cause, accidental, by chance

Examples

  • πολλοὺσ γὰρ ἐκάκωσε τὸ ὕψωμα αὐτοῦ, ἐμαράνθη δὲ ὥσπερ μολόχη ἐν καύματι ἢ ὥσπερ στάχυσ ἀπὸ καλάμησ αὐτόματοσ ἀποπεσών. (Septuagint, Liber Iob 24:24)
  • εἶτά σοι αὐτόματοσ ἥξω καλοῦντοσ μηδενόσ. (Lucian, Cataplus, (no name) 8:5)
  • ὁ Ζεὺσ ὁ σωτὴρ γὰρ πάρεστιν ἐνθάδε, αὐτόματοσ ἥκων. (Aristophanes, Plutus, Episode15)
  • καὶ κύτισοσ αὐτόματοσ παρὰ Μέδοντοσ ἔρχεται. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 15, book 15, chapter 32 5:1)
  • ἐδίδαξεν δ’ Ὅμηροσ καὶ οὓσ οὐ δεῖ καλεῖν, ἀλλ’ αὐτομάτουσ ἰέναι, πρεπόντωσ ἐξ ἑνὸσ τῶν ἀναγκαίων δεικνὺσ τὴν τῶν ὁμοίων παρουσίαν αὐτόματοσ δέ οἱ ἦλθε βοὴν ἀγαθὸσ Μενέλαοσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 5, book 5, chapter 41)

Synonyms

  1. self-willed

  2. without cause

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION