헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

αὐτόματος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: αὐτόματος αὐτομάτη αὐτόματον

형태분석: αὐτοματ (어간) + ος (어미)

  1. 우발적인
  1. self-willed, unbidden
  2. self-moving, self-propelled
  3. (of plants) growing wild, unsown
  4. without external cause or support
  5. without cause, accidental, by chance

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 αὐτόματος

(이)가

αὐτομάτη

(이)가

αὐτόματον

(것)가

속격 αὐτομάτου

(이)의

αὐτομάτης

(이)의

αὐτομάτου

(것)의

여격 αὐτομάτῳ

(이)에게

αὐτομάτῃ

(이)에게

αὐτομάτῳ

(것)에게

대격 αὐτόματον

(이)를

αὐτομάτην

(이)를

αὐτόματον

(것)를

호격 αὐτόματε

(이)야

αὐτομάτη

(이)야

αὐτόματον

(것)야

쌍수주/대/호 αὐτομάτω

(이)들이

αὐτομάτᾱ

(이)들이

αὐτομάτω

(것)들이

속/여 αὐτομάτοιν

(이)들의

αὐτομάταιν

(이)들의

αὐτομάτοιν

(것)들의

복수주격 αὐτόματοι

(이)들이

αὐτομάται

(이)들이

αὐτόματα

(것)들이

속격 αὐτομάτων

(이)들의

αὐτοματῶν

(이)들의

αὐτομάτων

(것)들의

여격 αὐτομάτοις

(이)들에게

αὐτομάταις

(이)들에게

αὐτομάτοις

(것)들에게

대격 αὐτομάτους

(이)들을

αὐτομάτᾱς

(이)들을

αὐτόματα

(것)들을

호격 αὐτόματοι

(이)들아

αὐτομάται

(이)들아

αὐτόματα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • αὐτόμαται δὲ κίχλαι μετ’ ἀμητίσκων εἰσ τὸν φάρυγ’ εἰσεπέτοντο. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 52 3:9)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 14, book 14, chapter 52 3:9)

  • Σμερδίῃ ὦ ἐπὶ Θρῃκὶ τακεὶσ καὶ ἐπ’ ἔσχατον ὀστεῦν, κώμου καὶ πάσησ κοίρανε παννυχίδοσ, τερπνότατε Μούσῃσιν Ἀνάκρεον, ὦ πὶ Βαθύλλῳ χλωρὸν ὑπὲρ κυλίκων πολλάκι δάκρυ χέασ, αὐτόματαί τοι κρῆναι ἀναβλύζοιεν ἀκρήτου, κἠκ μακάρων προχοαὶ νέκταροσ ἀμβροσίου; (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 311)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 311)

  • αὐτόμαται δείλῃ ποτὶ ταὔλιον αἱ βόεσ ἦλθον ἐξ ὄρεοσ, πολλῇ νιφόμεναι χιόνι· (Unknown, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1731)

    (작자 미상, Greek Anthology, Volume II, book 7, chapter 1731)

  • ἔδοξεν ἐν πέδαισ δεδέσθαι, αὗται δὲ αὐτῷ αὐτόμαται περιρρυῆναι, ὥστε λυθῆναι καὶ διαβαίνειν ὁπόσον ἐβούλετο. (Xenophon, Anabasis, , chapter 3 10:3)

    (크세노폰, Anabasis, , chapter 3 10:3)

  • αὐτόμαται δὲ πύλαι μύκον οὐρανοῦ ἃσ ἔχον Ὧραι, τῇσ ἐπιτέτραπται μέγασ οὐρανὸσ Οὔλυμπόσ τε ἠμὲν ἀνακλῖναι πυκινὸν νέφοσ ἠδ’ ἐπιθεῖναι. (Homer, Iliad, Book 5 77:7)

    (호메로스, 일리아스, Book 5 77:7)

유의어

  1. self-willed

  2. 우발적인

관련어

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION