Ancient Greek-English Dictionary Language

αὐτόματος

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: αὐτόματος αὐτομάτη αὐτόματον

Structure: αὐτοματ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. self-willed, unbidden
  2. self-moving, self-propelled
  3. (of plants) growing wild, unsown
  4. without external cause or support
  5. without cause, accidental, by chance

Examples

  • τὴν φύσιν αὐτὰ γεννᾶν ἀπό τινοσ αἰτίασ αὐτομάτησ καὶ ἄνευ διανοίασ φυούσησ, ἢ μετὰ λόγου τε καὶ ἐπιστήμησ θείασ ἀπὸ θεοῦ γιγνομένησ; (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 296:3)
  • ἀλλὰ τὰ μὲν τοιαῦτα ἀπῆν πάντα, καρποὺσ δὲ ἀφθόνουσ εἶχον ἀπό τε δένδρων καὶ πολλῆσ ὕλησ ἄλλησ, οὐχ ὑπὸ γεωργίασ φυομένουσ, ἀλλ’ αὐτομάτησ ἀναδιδούσησ τῆσ γῆσ. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 91:2)
  • τῆσ γὰρ τοῦ κεκτημένου καὶ νέμοντοσ ἡμᾶσ δαίμονοσ ἀπερημωθέντεσ ἐπιμελείασ, τῶν πολλῶν αὖ θηρίων, ὅσα χαλεπὰ τὰσ φύσεισ ἦν, ἀπαγριωθέντων, αὐτοὶ δὲ ἀσθενεῖσ ἄνθρωποι καὶ ἀφύλακτοι γεγονότεσ διηρπάζοντο ὑπ’ αὐτῶν, καὶ ἔτ’ ἀμήχανοι καὶ ἄτεχνοι κατὰ τοὺσ πρώτουσ ἦσαν χρόνουσ, ἅτε τῆσ μὲν αὐτομάτησ τροφῆσ ἐπιλελοιπυίασ, πορίζεσθαι δὲ οὐκ ἐπιστάμενοί πω διὰ τὸ μηδεμίαν αὐτοὺσ χρείαν πρότερον ἀναγκάζειν. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 104:3)

Synonyms

  1. self-willed

  2. without cause

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION