- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀταραξία?

1군 변화 명사; 여성 자동번역 로마알파벳 전사: ataraxiā 고전 발음: [아따락시아:] 신약 발음: [아따락시아]

기본형: ἀταραξία ἀταραξίας

형태분석: ἀταραξι (어간) + α (어미)

  1. 침착, 냉기, 추위, 끈기
  1. impassiveness, coolness, calmness

곡용 정보

1군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀταραξία

침착이

ἀταραξία

침착들이

ἀταραξίαι

침착들이

속격 ἀταραξίας

침착의

ἀταραξίαιν

침착들의

ἀταραξιῶν

침착들의

여격 ἀταραξίᾳ

침착에게

ἀταραξίαιν

침착들에게

ἀταραξίαις

침착들에게

대격 ἀταραξίαν

침착을

ἀταραξία

침착들을

ἀταραξίας

침착들을

호격 ἀταραξία

침착아

ἀταραξία

침착들아

ἀταραξίαι

침착들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ποῦ τοίνυν τὸ ἡδὺ τῆς κακίας ἐστίν, εἰ μηδαμοῦ τὸ ἀμέριμνον καὶ τὸ ἄλυπον μηδ αὐτάρκεια μηδ ἀταραξία μηδ ἡσυχία· (Plutarch, De virtute et vitio, chapter, section 31)

    (플루타르코스, De virtute et vitio, chapter, section 31)

  • οἶδα ἐγὼ πρεσβύτερον ἄνθρωπον ἐμοῦ τὸν νῦν ἐπὶ τοῦ σίτου ὄντα ἐν Ῥώμῃ, ὅτε ταύτῃ παρῆγεν ἀπὸ τῆς φυγῆς ἀναστρέφων, οἱᾶ εἶπέν μοι, κατατρέχων τοῦ προτέρου ἑαυτοῦ βίου καὶ περὶ τῶν ἑξῆς ἐπαγγελλόμενος, ὅτι ἄλλο οὐδὲν ἀναβὰς σπουδάσει ἢ ἐν ἡσυχίᾳ καὶ ἀταραξίᾳ διεξαγαγεῖν τὸ λοιπὸν τοῦ βίου: (Epictetus, Works, book 1, 2:1)

    (에픽테토스, Works, book 1, 2:1)

  • ὅνπερ δεῖ κάλλιστόν τ εἶναι καὶ πρεπωδέστατον τοῖς τῷ ὄντι παιδευομένοις, ἀταραξία ἀφοβία ἐλευθερία. (Epictetus, Works, book 2, 21:1)

    (에픽테토스, Works, book 2, 21:1)

  • οὐ γὰρ μικρὸν τὸ τηρούμενον, ἀλλ αἰδὼς καὶ πίστις καὶ εὐστάθεια, ἀπάθεια, ἀλυπία, ἀφοβία, ἀταραξία, ἁπλῶς ἐλευθερία. (Epictetus, Works, book 4, 7:1)

    (에픽테토스, Works, book 4, 7:1)

  • ἐπίλεγε ὅτι "τοσούτου πωλεῖται ἀπάθεια, τοσούτου ἀταραξία": (Epictetus, Works, chapter 12 2:3)

    (에픽테토스, Works, chapter 12 2:3)

관련어

명사

형용사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION