- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀστήρ?

3군 변화 명사; 남성 동물 로마알파벳 전사: astēr 고전 발음: [떼:] 신약 발음: []

기본형: ἀστήρ ἀστέρος

형태분석: ἀστηρ (어간)

어원: 어근은 ΣΤΕΡ, α being euphon. , cf. Lat. stella, i. e. sterula.

  1. 별, 행성, 천체
  2. 뛰어난 사람, 스타
  3. 불가사리
  4. 명금의 한 종류
  1. a celestial body (star, planet, and other lights in the sky such as meteors.
  2. illustrious person
  3. starfish
  4. a type of songbird

곡용 정보

3군 변화
단수 쌍수 복수
주격 ἀστήρ

별이

ἀστέρε

별들이

ἀστέρες

별들이

속격 ἀστέρος

별의

ἀστέροιν

별들의

ἀστέρων

별들의

여격 ἀστέρι

별에게

ἀστέροιν

별들에게

ἀστέρσι(ν)

별들에게

대격 ἀστέρα

별을

ἀστέρε

별들을

ἀστέρας

별들을

호격 ἀστήρ

별아

ἀστέρε

별들아

ἀστέρες

별들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • ἡ δὲ ὡρ´α τοῦ ἔτους ὅ τι περ τὸ πυρωδέστατόν ἐστι, τοῦ ἀστέρος ὃν ὑμεῖς κύνα φατὲ πάντα καταφλέγοντος καὶ τὸν ἀέρα ξηρὸν καὶ διακαῆ τιθέντος, ὅ τε ἥλιος κατὰ μεσημβρίαν ἤδη ὑπὲρ κεφαλῆς ἐπικείμενος φλογμὸν τοῦτον οὐ φορητὸν ἐπάγει τοῖς σώμασιν. (Lucian, Anacharsis, (no name) 16:11)

    (루키아노스, Anacharsis, (no name) 16:11)

  • ἀλλὰ μὴ μελέτω αὐτῷ μήτε Φίλιππος ἐκκεκομμένος τὸν ὀφθαλμὸν ὑπὸ Ἀστέρος τοῦ Ἀμφιπολίτου τοῦ τοξότου ἐν Ὀλύνθῳ, ἀλλὰ τοιοῦτος οἱο῀ς ἦν δειχθήσεται: (Lucian, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 1:1)

    (루키아노스, Quomodo historia conscribenda sit, chapter 38 1:1)

  • ὀρθῷ μετρήσω κανόνι προστιθείς, ἵνα ὁ κύκλος γένηται σοι τετράγωνος κἀν μέσῳ ἀγορά, φέρουσαι δ ὦσιν εἰς αὐτὴν ὁδοὶ ὀρθαὶ πρὸς αὐτὸ τὸ μέσον, ὥσπερ δ ἀστέρος αὐτοῦ κυκλοτεροῦς ὄντος ὀρθαὶ πανταχῇ ἀκτῖνες ἀπολάμπωσιν. (Aristophanes, Birds, Lyric-Scene, iambics 2:20)

    (아리스토파네스, Birds, Lyric-Scene, iambics 2:20)

  • Φίλιππος Μεθώνην καὶ Ὄλυνθον βουλόμενος πορθῆσαι καὶ βιαζόμενος ἐπὶ τῷ Σανδάνῳ ποταμῷ διαβῆναι πέραν, ὑπό τινος τῶν Ὀλυνθίων Ἀστέρος ὀνόματι ἐτοξεύθη τὸν ὀφθαλμόν εἰπόντος, ἀστὴρ Φιλίππῳ θανάσιμον πέμπει βέλος: (Plutarch, Parallela minora, section 8 1:1)

    (플루타르코스, Parallela minora, section 8 1:1)

  • τοὺς ἀριστεύων Φερένικος ἕλ ἐν Κίρρᾳ ποτέ, ἀστέρος οὐρανίου φαμὶ τηλαυγέστερον κείνῳ φάος ἐξικόμαν κε βαθὺν πόντον περάσαις. (Pindar, Odes, pythian odes, pythian 3 23:1)

    (핀다르, Odes, pythian odes, pythian 3 23:1)

유의어

  1. 뛰어난 사람

관련어

명사

형용사

동사

부사

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION