Ancient Greek-English Dictionary Language

ἁρμονικός

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἁρμονικός

Structure: ἁρμονικ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: a(rmoni/a

Sense

  1. skilled in music, music

Examples

  • Ἀρχύτασ δ’ ὁ ἁρμονικόσ, ὥσ φησι Χαμαιλέων, Ἀλκμᾶνα γεγονέναι τῶν ἐρωτικῶν μελῶν ἡγεμόνα καὶ ἐκδοῦναι πρῶτον μέλοσ ἀκόλαστον, ὄντα καταφερῆ περὶ τὰσ γυναῖκασ καὶ τὴν τοιαύτην μοῦσαν εἰσ τὰσ διατριβάσ. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 13, book 13, chapter 751)
  • ἁρμονικόσ, οὐ μάγειροσ· (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 3, book 3, chapter 60 6:9)
  • "οὐκ ἂν οὖν ποτε συνίδοι τὰ περὶ τὴν ἁρμονικὴν πραγματείαν ὁ μέχρι αὐτῆσ τῆσ γνώσεωσ ταύτησ προεληλυθώσ, ἀλλὰ δηλονότι παρακολουθῶν ταῖσ τε κατὰ μέροσ ἐπιστήμαισ καὶ τῷ συνόλῳ σώματι τῆσ μουσικῆσ καὶ ταῖσ τῶν μερῶν μίξεσί τε καὶ συνθέσεσιν, ὁ γὰρ μόνον ἁρμονικὸσ περιγέγραπται τρόπῳ τινί. (Pseudo-Plutarch, De musica, section 344)
  • ὅθεν ὥσπερ ἁρμονικὸσ ὁ φίλοσ τῇ πρὸσ τὸ καλὸν καὶ συμφέρον μεταβολῇ τὰ μὲν ἐνδιδοὺσ ἃ δ’ ἐπιτείνων πολλάκισ μὲν ἡδὺσ ἀεὶ δ’ ὠφέλιμόσ ἐστι. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 11 16:1)
  • "ἀνθρώπου δὲ πρὸσ οἶνον οὐκ ἔστ’ ἰδία κρᾶσισ ἣν τῷ συμποσιάρχῳ γιγνώσκειν προσήκει καὶ γιγνώσκοντι φυλάττειν, ἵν’ ὥσπερ ἁρμονικὸσ τὸν μὲν ἐπιτείνων τῇ πόσει τὸν δ’ ἀνιεὶσ καὶ ὑποφειδόμενοσ, εἰσ ὁμαλότητα καὶ συμφωνίαν ἐκ διαφορᾶσ καταστήσῃ τὰσ φύσεισ· (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 1, 7:12)

Synonyms

  1. skilled in music

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION