Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀριστερός

First/Second declension Adjective; 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀριστερός ἀριστερά̄ ἀριστερόν

Structure: ἀριστερ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: (어원이 불명확함.)

Sense

  1. left (opposite of right)
  2. ominous, ill boding
  3. clumsy, awkward (Compare French gauche)

Examples

  • ἤσκουν γὰρ ἀνδρίαν, καὶ εἴ ποτε μιγεῖσαι γεννήσειαν, τὰ θήλεα ἔτρεφον, καὶ τοὺσ μὲν δεξιοὺσ μαστοὺσ ἐξέθλιβον, ἵνα μὴ κωλύωνται ἀκοντίζειν, τοὺσ δὲ ἀριστεροὺσ εἰών, ἵνα τρέφοιεν. (Apollodorus, Library and Epitome, book 2, chapter 5 9:3)
  • ἀγόντων δὲ καὶ οὗτοι πάντεσ ἐν μετώπῳ μὲν τοὺσ ταξιάρχουσ ἔχοντεσ, δεξιοὺσ δὲ τοὺσ πελταστάσ, ἀριστεροὺσ δὲ τοὺσ τοξότασ τοῦ ἑαυτῶν πλαισίου· (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 3 47:1)

Synonyms

  1. left

  2. ominous

  3. clumsy

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION