ἀρήγω
Non-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀρήγω
Structure:
ἀρήγ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Etym.: akin to a)rke/w
Sense
- to help, aid, succour
- juvat, it is good, fit
- to ward off, prevent, to ward off from
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- καὶ σὺ βάλλε, ὦ Πλάτων καὶ σύ, ὦ Χρύσιππε, καὶ σὺ δέ, καὶ πάντεσ ἅμα συνασπίσωμεν ἐπ’ αὐτόν, ὡσ πήρη πήρῃφιν ἀρήγῃ, βάκτρα δὲ βάκτροισ, κοινὸσ γὰρ πολέμιοσ, καὶ οὐκ ἔστιν ἡμῶν ὅντινα οὐχ ὕβρικε. (Lucian, Piscator, (no name) 1:4)
- οὐ γὰρ ἔφη τακτικὸν εἶναι τὸν Ὁμήρου Νέστορα κελεύοντα κατὰ φῦλα καὶ φρήτρασ συλλοχίζεσθαι τοὺσ Ἕλληνασ, ὡσ φρήτρη φρήτρηφιν ἀρήγῃ, φῦλα δὲ φύλοισ, δέον ἐραστὴν παρ’ ἐρώμενον τάττειν. (Plutarch, Pelopidas, chapter 18 2:1)
- Ἢν δὲ τὰ πάντα ἐμέῃ, καὶ ὁ στόμαχοσ μηδὲν ἴσχῃ, ἐσ τὰ θερμὰ καὶ ποτὰ καὶ βρώματα παλινδρομέειν· μετεξετέροισι γὰρ ἔστησεν ἡ μεταβολή· τὰ θερμὰ δὲ ἔστω θερμότατα· ἢν δὲ μηδέν τι τούτων ἀρήγῃ, σικύην ἐσ τὸ μεσηγὺ τῶν ὠμοπλατέων προσβάλλειν, καὶ κάτωθεν ὀμφαλοῦ τρέπειν· συνεχῶσ δὲ τὰσ σικύασ μεθιζάνειν . (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 201)
- πρήσσειν δὲ τὰ ἄλλα, ὁκόσα ἂν καὶ ἄνευ φλεγμασίησ ἀρήγῃ πνιγί. (Aretaeus, The Extant Works of Aretaeus, The Cappadocian., ARETAIOU KAPPADOKOU OCEWN NOUSWN QERAPEUTIKON, 313)
- κἂν μὲν ὁ φρούραρχοσ μὴ ἱκανῶσ τῇ χώρᾳ ἀρήγῃ, ὁ τῶν ἐνοικούντων ἄρχων καὶ τῶν ἔργων ἐπιμελούμενοσ κατηγορεῖ τοῦ φρουράρχου, ὅτι οὐ δύνανται ἐργάζεσθαι διὰ τὴν ἀφυλαξίαν, ἂν δὲ παρέχοντοσ τοῦ φρουράρχου εἰρήνην τοῖσ ἔργοισ ὁ ἄρχων ὀλιγάνθρωπόν τε παρέχηται καὶ ἀργὸν τὴν χώραν, τούτου αὖ κατηγορεῖ ὁ φρούραρχοσ. (Xenophon, Works on Socrates, , chapter 4 11:1)
Synonyms
-
to help
- ἐπωφελέω (to aid or succour, in, to aid or succour)
- συναγωνίζομαι (to help, succour)
- ἐπιβοηθέω (to come to aid, to succour)
- προσβοηθέω (to come to aid, come up with succour)
- ὠφελέω (to help, aid, assist)
- ἐπαρήγω (to come to aid, help)
- χραισμέω (to defend, help, aid)
- ἐπαλέξω (to defend, aid, help)
- βοηθέω (to come to aid, to succour, assist)
- τιμωρέω (I succour, help one retaliate)
- ἐπαρκέω (to help, assist, will aid?)
-
to ward off