헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπολαυστικός

1/2군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπολαυστικός

형태분석: ἀπολαυστικ (어간) + ος (어미)

어원: from a)polau/w

  1. devoted to enjoyment, producing enjoyment, of pleasure

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀπολαυστικός

(이)가

ἀπολαυστική

(이)가

ἀπολαύστικον

(것)가

속격 ἀπολαυστικοῦ

(이)의

ἀπολαυστικῆς

(이)의

ἀπολαυστίκου

(것)의

여격 ἀπολαυστικῷ

(이)에게

ἀπολαυστικῇ

(이)에게

ἀπολαυστίκῳ

(것)에게

대격 ἀπολαυστικόν

(이)를

ἀπολαυστικήν

(이)를

ἀπολαύστικον

(것)를

호격 ἀπολαυστικέ

(이)야

ἀπολαυστική

(이)야

ἀπολαύστικον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀπολαυστικώ

(이)들이

ἀπολαυστικᾱ́

(이)들이

ἀπολαυστίκω

(것)들이

속/여 ἀπολαυστικοῖν

(이)들의

ἀπολαυστικαῖν

(이)들의

ἀπολαυστίκοιν

(것)들의

복수주격 ἀπολαυστικοί

(이)들이

ἀπολαυστικαί

(이)들이

ἀπολαύστικα

(것)들이

속격 ἀπολαυστικῶν

(이)들의

ἀπολαυστικῶν

(이)들의

ἀπολαυστίκων

(것)들의

여격 ἀπολαυστικοῖς

(이)들에게

ἀπολαυστικαῖς

(이)들에게

ἀπολαυστίκοις

(것)들에게

대격 ἀπολαυστικούς

(이)들을

ἀπολαυστικᾱ́ς

(이)들을

ἀπολαύστικα

(것)들을

호격 ἀπολαυστικοί

(이)들아

ἀπολαυστικαί

(이)들아

ἀπολαύστικα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • κινεῖ καὶ ταράττει καὶ προσεξίστησιν, ἡδὺ δ’ οὐδὲν ἀξιολόγωσ οὐδ’ ἀπολαυστικὸν οὐδὲν οἱο͂ν προσεδοκήσαμεν ἀποδίδωσιν. (Plutarch, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 12 7:1)

    (플루타르코스, De tuenda sanitate praecepta, chapter, section 12 7:1)

  • ἡδονῆσ, τρεῖσ ὁρῶμεν καὶ βίουσ ὄντασ, οὓσ οἱ ἐπ’ ἐξουσίασ τυγχάνοντεσ προαιροῦνται ζῆν ἅπαντεσ, πολιτικὸν φιλόσοφον ἀπολαυστικόν. (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 34:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 34:1)

  • οἱ δὲ Σαρδανάπαλλον μακαρίζοντεσ ἢ Σμινδυρίδην τὸν Συβαρίτην ἢ τῶν ἄλλων τινὰσ τῶν ζώντων τὸν ἀπολαυστικὸν βίον, οὗτοι δὲ πάντεσ ἐν τῷ χαίρειν φαίνονται τάττειν τὴν εὐδαιμονίαν· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 50:2)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 50:2)

  • ἐκ μὲν οὖν τῶν εἰρημένων φανερὸν ὅτι πάντεσ ἐπὶ τρεῖσ βίουσ φέρουσι τὴν εὐδαιμονίαν, πολιτικὸν φιλόσοφον ἀπολαυστικόν· (Aristotle, Eudemian Ethics, Book 1 53:1)

    (아리스토텔레스, 에우데모스 윤리학, Book 1 53:1)

  • διὸ καὶ τὸν βίον ἀγαπῶσι τὸν ἀπολαυστικόν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 1 27:1)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 1 27:1)

유의어

  1. devoted to enjoyment

관련어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION