헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀπόκρυφος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀπόκρυφος ἀπόκρυφος ἀπόκρυφον

형태분석: ἀ (접두사) + ποκρυφ (어간) + ος (어미)

어원: a)pokru/ptw

  1. 비밀의, 숨겨진, 감춰진, 내밀의, 기밀의
  2. 불명료한, 애매한, 애매모호한
  1. hidden, concealed, secret, unknown
  2. obscure, recondite

곡용 정보

1/2군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀπόκρυφος

비밀의 (이)가

ἀπόκρυφον

비밀의 (것)가

속격 ἀποκρύφου

비밀의 (이)의

ἀποκρύφου

비밀의 (것)의

여격 ἀποκρύφῳ

비밀의 (이)에게

ἀποκρύφῳ

비밀의 (것)에게

대격 ἀπόκρυφον

비밀의 (이)를

ἀπόκρυφον

비밀의 (것)를

호격 ἀπόκρυφε

비밀의 (이)야

ἀπόκρυφον

비밀의 (것)야

쌍수주/대/호 ἀποκρύφω

비밀의 (이)들이

ἀποκρύφω

비밀의 (것)들이

속/여 ἀποκρύφοιν

비밀의 (이)들의

ἀποκρύφοιν

비밀의 (것)들의

복수주격 ἀπόκρυφοι

비밀의 (이)들이

ἀπόκρυφα

비밀의 (것)들이

속격 ἀποκρύφων

비밀의 (이)들의

ἀποκρύφων

비밀의 (것)들의

여격 ἀποκρύφοις

비밀의 (이)들에게

ἀποκρύφοις

비밀의 (것)들에게

대격 ἀποκρύφους

비밀의 (이)들을

ἀπόκρυφα

비밀의 (것)들을

호격 ἀπόκρυφοι

비밀의 (이)들아

ἀπόκρυφα

비밀의 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἔλαβε τὸ ἀργύριον καὶ τὸ χρυσίον καὶ τὰ σκεύη τὰ ἐπιθυμητὰ καὶ ἔλαβε τοὺσ θησαυροὺσ τοὺσ ἀποκρύφουσ, οὓσ εὗρε. (Septuagint, Liber Maccabees I 1:23)

    (70인역 성경, Liber Maccabees I 1:23)

  • καὶ δώσω σοι θησαυροὺσ σκοτεινούσ, ἀποκρύφουσ, ἀοράτουσ ἀνοίξω σοι, ἵνα γνῷσ, ὅτι ἐγὼ Κύριοσ ὁ Θεόσ σου ὁ καλῶν τὸ ὄνομά σου, ὁ Θεὸσ Ἰσραήλ. (Septuagint, Liber Isaiae 45:3)

    (70인역 성경, 이사야서 45:3)

  • Ῥωμαῖοι δὲ τὸν Ιὤσηπον ἀναζητοῦντεσ κατά τε ὀργὴν σφετέραν καὶ σφόδρα τοῦ στρατηγοῦ φιλοτιμουμένου, μεγίστη γὰρ ἦν μοῖρα τοῦ πολέμου ληφθείσ, τούσ τε νεκροὺσ διηρεύνων καὶ τοὺσ ἀποκρύφουσ. (Flavius Josephus, De bello Judaico libri vii, 410:1)

    (플라비우스 요세푸스, De bello Judaico libri vii, 410:1)

  • περιδύσασ οὖν τὸν ναόν, ὡσ καὶ τὰ σκεύη τοῦ θεοῦ βαστάσαι λυχνίασ χρυσᾶσ καὶ βωμὸν χρύσεον καὶ τράπεζαν καὶ τὰ θυσιαστήρια, καὶ μηδὲ τῶν καταπετασμάτων ἀποσχόμενοσ, ἅπερ ἦν ἐκ βύσσου καὶ κόκκου πεποιημένα, κενώσασ δὲ καὶ τοὺσ θησαυροὺσ τοὺσ ἀποκρύφουσ καὶ μηδὲν ὅλωσ ὑπολιπών, εἰσ μέγα τοὺσ Ιοὐδαίουσ ἐπὶ τούτοισ πένθοσ ἐνέβαλεν. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 12 290:1)

    (플라비우스 요세푸스, Antiquitates Judaicae, Book 12 290:1)

유의어

  1. 비밀의

  2. 불명료한

출처: Wiktionary 고전 그리스어 단어 목록

이 단어를 Wiktionary에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION