Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνυπόδητος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἀνυπόδητος ἀνυπόδητος ἀνυπόδητον

Structure: ἀ (Prefix) + νυποδητ (Stem) + ος (Ending)

Etym.: u(pode/w

Sense

  1. Without shoes, barefoot

Examples

  • περὶ δὲ τὰσ ἐσχατιὰσ τῆσ Αἰγύπτου καὶ Τρωγλοδυτικῆσ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆσ ἀφ’ ἡλίου θερμασίασ κατὰ τὸν τῆσ μεσημβρίασ καιρὸν οὐδὲ συνορᾶν ἀλλήλουσ οἱ παρεστῶτεσ δύνανται διὰ τὴν παχύτητα τῆσ περὶ τὸν ἀέρα πυκνώσεωσ, χωρὶσ δὲ ὑποδέσεωσ πάντεσ ἀδυνατοῦσι βαδίζειν, ὡσ ἂν τοῖσ ἀνυποδήτοισ παραχρῆμα φλυκτίδων γινομένων. (Diodorus Siculus, Bibliotheca Historica, book 3, chapter 34 3:1)

Related

Source: Ancient Greek entries from Wiktionary

Find this word at Wiktionary

SEARCH

MENU NAVIGATION