Ancient Greek-English Dictionary Language

ἀνταγωνιστής

First declension Noun; Masculine 자동번역 Transliteration:

Principal Part: ἀνταγωνιστής

Structure: ἀνταγωνιστ (Stem) + ης (Ending)

Sense

  1. an opponent, competitor, rival, a rival

Examples

  • καλῶσ, ἔφη, ἂν ξύλινον τὸν ἀνταγωνιστὴν ἔχῃσ. (Lucian, (no name) 38:2)
  • καὶ εἰ ὕστεροσ ἀφικόμην ἢ ὥστε διασῶσαι, ἔπαισα τὴν κεφαλήν, ὅτι ἀνταγωνιστὴν ἄρα ἀγαθὸν ἀπώλεσαν αἱ κύνεσ. (Arrian, Cynegeticus, chapter 16 5:2)
  • οἱ πόνοι γάρ σε παραθήγοντεσ οὐκ εὐκαταφρόνητον ἀνταγωνιστὴν ἀποφαίνουσι πρὸσ τὰ δοκοῦντα τοῖσ ἄλλοισ ἄμαχα εἶναι. (Lucian, Gallus, (no name) 23:2)
  • ἐπεὶ δὲ Τροίαν ἦλθεσ Ἀργεῖοί τέ σου κατ’ ἴχνοσ, ἦν δὲ δοριπετὴσ ἀγωνία, εἰ μὲν τὰ τοῦδε κρείσσον’ ἀγγέλλοιτό σοι, Μενέλαον ᾔνεισ, παῖσ ὅπωσ λυποῖτ’ ἐμὸσ ἔχων ἔρωτοσ ἀνταγωνιστὴν μέγαν· (Euripides, The Trojan Women, episode 3:10)
  • ἄπαγε, θυννῶδεσ τὸ ἐνθύμημα, ὦ Πόσειδον, καὶ κομιδῇ παχύ, προαναιρήσειν τὸν ἀνταγωνιστὴν ὡσ ἀποθάνοι ἀήττητοσ, ἀμφήριστον ἔτι καὶ ἀδιάκριτον καταλιπὼν τὸν λόγον. (Lucian, Juppiter trageodeus, (no name) 25:7)

Related

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION