- 그-한 사전

헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀνομοιότης?

3군 변화 형용사; 로마알파벳 전사: anomoiotēs 고전 발음: [아노모오떼:] 신약 발음: [아노뮈오떼]

기본형: ἀνομοιότης ἀνομοιότες

형태분석: ἀνομοιοτη (어간) + ς (어미)

어원: from ἀνόμοιος

  1. dissimilarity

곡용 정보

3군 변화
남/여성 중성
단수주격 ἀνομοιότης

(이)가

ἀνομοίοτες

(것)가

속격 ἀνομοιότους

(이)의

ἀνομοιότους

(것)의

여격 ἀνομοιότει

(이)에게

ἀνομοιότει

(것)에게

대격 ἀνομοιότη

(이)를

ἀνομοίοτες

(것)를

호격 ἀνομοιότες

(이)야

ἀνομοίοτες

(것)야

쌍수주/대/호 ἀνομοιότει

(이)들이

ἀνομοιότει

(것)들이

속/여 ἀνομοιότοιν

(이)들의

ἀνομοιότοιν

(것)들의

복수주격 ἀνομοιότεις

(이)들이

ἀνομοιότη

(것)들이

속격 ἀνομοιότων

(이)들의

ἀνομοιότων

(것)들의

여격 ἀνομοιότεσι(ν)

(이)들에게

ἀνομοιότεσι(ν)

(것)들에게

대격 ἀνομοιότεις

(이)들을

ἀνομοιότη

(것)들을

호격 ἀνομοιότεις

(이)들아

ἀνομοιότη

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • "τοῦ χρόνου καὶ λήθης ἐγγιγνομένης ἐν αὐτῷ, μᾶλλον δυναστεύει τὸ τῆς παλαιᾶς ἀναρμοστίας πάθος καὶ κινδυνεύει διαλυθεὶς εἰς τὸν τῆς ἀνομοιότητος ἄπειρον ὄντα τόπον δῦναι πάλιν" ἀνομοιότης δὲ περὶ τὴν ὕλην, ἄποιον καὶ ἀδιάφορον οὖσαν, οὐκ ἔστιν. (Plutarch, De animae procreatione in Timaeo, section 7 1:1)

    (플루타르코스, De animae procreatione in Timaeo, section 7 1:1)

  • ὁ ῥυθμὸς δὲ διάφορος ὢν ἀνασώζει τὰ πράγματα, καὶ οὐκ ἔτι ἐστὶν περὶ τὰ ἐννοήματα, ἀλλὰ περὶ τὴν ἀπαγγελίαν ἡ ἀνομοιότης τοῦ λόγου τοῦ πολιτικοῦ: (Aristides, Aelius, Ars Rhetorica, , chapter 13 6:16)

    (아리스티데스, 아일리오스, Ars Rhetorica, , chapter 13 6:16)

  • "ἐπεὶ δὲ τὸ εἶδος οὐκ ἀναίρεσίς ἐστι τῆς ὕλης ἀλλὰ μορφὴ καὶ τάξις ὑποκειμένης, ἀνάγκη καὶ τῷ ἀριθμῷ τὰς ἀρχὰς ἐνυπάρχειν ἀμφοτέρας, ὅθεν ἡ πρώτη καὶ μεγίστη διαφορὰ καὶ ἀνομοιότης γέγονεν. (Plutarch, De defectu oraculorum, section 355)

    (플루타르코스, De defectu oraculorum, section 355)

  • οὐ μὴν ἀλλ ἡ τῶν βίων καὶ τῶν τρόπων ἀνομοιότης ἐοίκεν αὐξῆσαι τὴν διαφοράν. (Plutarch, , chapter 3 2:2)

    (플루타르코스, , chapter 3 2:2)

  • τοῖς δὲ ἄκροις πρὸς ἄλληλα πλείστη ἀνομοιότης: (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 2 98:2)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 2 98:2)

유의어

  1. dissimilarity

관련어

명사

형용사

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION