헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀναπληρόω

ο 축약 동사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀναπληρόω

형태분석: ἀνα (접두사) + πληρό (어간) + ω (인칭어미)

  1. 채우다, 가득 채우다
  2. 공급하다, 제공하다, 부풀다, 얽다, 물다
  3. 채우다, 가득 채우다, 가득 넣다
  1. to fill up
  2. to make up, supply, to fill their, full
  3. to fill up, to fill
  4. to pay in full
  5. to be restored to its former size

활용 정보

현재 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναπλήρω

(나는) 채운다

ἀναπλήροις

(너는) 채운다

ἀναπλήροι

(그는) 채운다

쌍수 ἀναπλήρουτον

(너희 둘은) 채운다

ἀναπλήρουτον

(그 둘은) 채운다

복수 ἀναπλήρουμεν

(우리는) 채운다

ἀναπλήρουτε

(너희는) 채운다

ἀναπλήρουσιν*

(그들은) 채운다

접속법단수 ἀναπλήρω

(나는) 채우자

ἀναπλήροις

(너는) 채우자

ἀναπλήροι

(그는) 채우자

쌍수 ἀναπλήρωτον

(너희 둘은) 채우자

ἀναπλήρωτον

(그 둘은) 채우자

복수 ἀναπλήρωμεν

(우리는) 채우자

ἀναπλήρωτε

(너희는) 채우자

ἀναπλήρωσιν*

(그들은) 채우자

기원법단수 ἀναπλήροιμι

(나는) 채우기를 (바라다)

ἀναπλήροις

(너는) 채우기를 (바라다)

ἀναπλήροι

(그는) 채우기를 (바라다)

쌍수 ἀναπλήροιτον

(너희 둘은) 채우기를 (바라다)

ἀναπληροίτην

(그 둘은) 채우기를 (바라다)

복수 ἀναπλήροιμεν

(우리는) 채우기를 (바라다)

ἀναπλήροιτε

(너희는) 채우기를 (바라다)

ἀναπλήροιεν

(그들은) 채우기를 (바라다)

명령법단수 ἀναπλῆρου

(너는) 채우어라

ἀναπληροῦτω

(그는) 채우어라

쌍수 ἀναπλήρουτον

(너희 둘은) 채우어라

ἀναπληροῦτων

(그 둘은) 채우어라

복수 ἀναπλήρουτε

(너희는) 채우어라

ἀναπληροῦντων, ἀναπληροῦτωσαν

(그들은) 채우어라

부정사 ἀναπλήρουν

채우는 것

분사 남성여성중성
ἀναπληρων

ἀναπληρουντος

ἀναπληρουσα

ἀναπληρουσης

ἀναπληρουν

ἀναπληρουντος

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀναπλήρουμαι

(나는) 채워진다

ἀναπλήροι

(너는) 채워진다

ἀναπλήρουται

(그는) 채워진다

쌍수 ἀναπλήρουσθον

(너희 둘은) 채워진다

ἀναπλήρουσθον

(그 둘은) 채워진다

복수 ἀναπληροῦμεθα

(우리는) 채워진다

ἀναπλήρουσθε

(너희는) 채워진다

ἀναπλήρουνται

(그들은) 채워진다

접속법단수 ἀναπλήρωμαι

(나는) 채워지자

ἀναπλήροι

(너는) 채워지자

ἀναπλήρωται

(그는) 채워지자

쌍수 ἀναπλήρωσθον

(너희 둘은) 채워지자

ἀναπλήρωσθον

(그 둘은) 채워지자

복수 ἀναπληρώμεθα

(우리는) 채워지자

ἀναπλήρωσθε

(너희는) 채워지자

ἀναπλήρωνται

(그들은) 채워지자

기원법단수 ἀναπληροίμην

(나는) 채워지기를 (바라다)

ἀναπλήροιο

(너는) 채워지기를 (바라다)

ἀναπλήροιτο

(그는) 채워지기를 (바라다)

쌍수 ἀναπλήροισθον

(너희 둘은) 채워지기를 (바라다)

ἀναπληροίσθην

(그 둘은) 채워지기를 (바라다)

복수 ἀναπληροίμεθα

(우리는) 채워지기를 (바라다)

ἀναπλήροισθε

(너희는) 채워지기를 (바라다)

ἀναπλήροιντο

(그들은) 채워지기를 (바라다)

명령법단수 ἀναπλήρου

(너는) 채워져라

ἀναπληροῦσθω

(그는) 채워져라

쌍수 ἀναπλήρουσθον

(너희 둘은) 채워져라

ἀναπληροῦσθων

(그 둘은) 채워져라

복수 ἀναπλήρουσθε

(너희는) 채워져라

ἀναπληροῦσθων, ἀναπληροῦσθωσαν

(그들은) 채워져라

부정사 ἀναπλήρουσθαι

채워지는 것

분사 남성여성중성
ἀναπληρουμενος

ἀναπληρουμενου

ἀναπληρουμενη

ἀναπληρουμενης

ἀναπληρουμενον

ἀναπληρουμενου

미완료(Imperfect) 시제

능동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεπλῆρουν

(나는) 채우고 있었다

ἀνεπλῆρους

(너는) 채우고 있었다

ἀνεπλῆρουν*

(그는) 채우고 있었다

쌍수 ἀνεπλήρουτον

(너희 둘은) 채우고 있었다

ἀνεπληροῦτην

(그 둘은) 채우고 있었다

복수 ἀνεπλήρουμεν

(우리는) 채우고 있었다

ἀνεπλήρουτε

(너희는) 채우고 있었다

ἀνεπλῆρουν

(그들은) 채우고 있었다

중간태/수동태
1인칭2인칭3인칭
직설법단수 ἀνεπληροῦμην

(나는) 채워지고 있었다

ἀνεπλήρου

(너는) 채워지고 있었다

ἀνεπλήρουτο

(그는) 채워지고 있었다

쌍수 ἀνεπλήρουσθον

(너희 둘은) 채워지고 있었다

ἀνεπληροῦσθην

(그 둘은) 채워지고 있었다

복수 ἀνεπληροῦμεθα

(우리는) 채워지고 있었다

ἀνεπλήρουσθε

(너희는) 채워지고 있었다

ἀνεπλήρουντο

(그들은) 채워지고 있었다

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καὶ ἦσαν παῖδεσ αὐτῷ καὶ τοῖσ υἱοῖσ αὐτοῦ μέχρι τοῦ βασιλεῦσαι Πέρσασ εἰσ ἀναπλήρωσιν ρήματοσ τοῦ Κυρίου ἐν στόματι Ἱερεμίου. (Septuagint, Liber Esdrae I 1:54)

    (70인역 성경, 에즈라기 1:54)

  • καὶ σὺ δεῦρο καὶ ἀναπαύου. ἔτι γὰρ ἡμέραι καὶ ὧραι εἰσ ἀναπλήρωσιν συντελείασ, καὶ ἀναστήσῃ εἰσ τὸν κλῆρόν σου, εἰσ συντέλειαν ἡμερῶν. ̀ρ̀ν̀ρ̀ν————— ̀ρ̀ν̀ρ̀ν ΒΗΛ ΚΑΙ ΔΡΑΚΩΝ · ΚΑΙ ὁ βασιλεὺσ Ἀστυάγησ προσετέθη πρὸσ τοὺσ πατέρασ αὐτοῦ, καὶ παρέλαβε Κῦροσ ὁ Πέρσησ τὴν βασιλείαν αὐτοῦ. (Septuagint, Prophetia Danielis 12:13)

    (70인역 성경, 다니엘서 12:13)

  • καὶ ταῦτα μὲν ἔσχε τὸν τῆσ ἀμύνησ νόμον καὶ γὰρ εἰ δεινὸν ἄνδρασ ὁμοφύλουσ καὶ συγγενεῖσ οὕτω μεταχειρίσασθαι δι’ ὀργήν, ἀλλ’ ἐν ἀνάγκαισ γλυκὺ γίνεται καὶ σκληρόν, κατὰ Σιμωνίδην, ὥσπερ ἀλγοῦντι τῷ θυμῷ καὶ φλεγμαίνοντι θεραπείαν καὶ ἀναπλήρωσιν προσφερόντων. (Plutarch, Aratus, chapter 45 5:1)

    (플루타르코스, Aratus, chapter 45 5:1)

  • καὶ λέγουσι δὲ τὴν μὲν λύπην ἔνδειαν τοῦ κατὰ φύσιν εἶναι, τὴν δ’ ἡδονὴν ἀναπλήρωσιν. (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 10 26:3)

    (아리스토텔레스, 니코마코스 윤리학, Book 10 26:3)

  • ἡ μὲν οὖν τοιαύτη μεταβλητικὴ οὔτε παρὰ φύσιν οὔτε χρηματιστικῆσ ἐστιν εἶδοσ οὐδέν εἰσ ἀναπλήρωσιν γὰρ τῆσ κατὰ φύσιν αὐταρκείασ ἦν· (Aristotle, Politics, Book 1 115:1)

    (아리스토텔레스, 정치학, Book 1 115:1)

유의어

  1. 채우다

  2. 공급하다

  3. 채우다

  4. to pay in full

파생어

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION