ἀναπίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀναπίμπλημι
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to fill up
- having filled up the full measure
- to fill full of
- defiling, infecting, to be infected with disease
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- ἐπεὶ δὲ πυρούμενον τὸ κέρασ ἄχρι ῥίζησ διέδωκε τῇ σαρκὶ τὴν αἴσθησιν, καὶ πρὸσ τὸν πόνον διαφέρουσαι καὶ τινάσσουσαι τὰσ κεφαλὰσ ἀνεπίμπλαντο πολλῆσ ἀπ’ ἀλλήλων φλογόσ, οὐκ ἐνέμειναν τῇ τάξει τῆσ πορείασ, ἀλλ’ ἔκφοβοι καὶ περιαλγεῖσ οὖσαι δρόμῳ κατὰ τῶν ὀρῶν ἐφέροντο, λαμπόμεναι μὲν οὐρὰσ ἄκρασ καὶ μέτωπα, πολλὴν δὲ τῆσ ὕλησ, δι’ ἧσ ἔφευγον, ἀνάπτουσαι. (Plutarch, Fabius Maximus, chapter 6 6:1)
- ἡ δ’ ὑπολαμβάνουσα πᾶν τὸ θρυπτόμενον καὶ κινούμενον ἄνω προσέβαλλε τοῖσ οἰκήμασι τῶν βαρβάρων, κατὰ θύρασ δεχομένοισ τόν Καικίαν, οἱ δέ, ἅτε δὴ τῶν σπηλαίων μίαν ἐκείνην ἀναπνοὴν ἐχόντων ᾗ τὸ πνεῦμα προσέπιπτε, ταχὺ μὲν ἀπεσκοτοῦντο τὰσ ὄψεισ, ταχὺ δ’ ἀνεπίμπλαντο πνιγώδουσ ἄσθματοσ, τραχὺν ἀέρα καὶ πολλῇ κόνει συμπεφυρμένον ἕλκοντεσ. (Plutarch, Sertorius, chapter 17 6:1)
- Νίγροσ ὁ πολίτησ ἡμῶν ἀπὸ σχολῆσ ἀφῖκτο συγγεγονὼσ ἐνδόξῳ φιλοσόφῳ χρόνον οὐ πολύν, ἀλλ’ ἐν ὅσῳ τὰ τάνδρὸσ οὐ καταλαμβάνοντεσ ἀνεπίμπλαντο τῶν ἐπαχθῶν ἀπ’ αὐτοῦ μιμούμενοι τὸ ἐπιτιμητικὸν καὶ ἐλέγχοντεσ ἐπὶ παντὶ πράγματι τοὺσ συνόντασ. (Plutarch, Quaestiones Convivales, book 6, 1:1)
- εὖ δ’ ἴστε, ἔφη, ὦ ἄνδρεσ, φίλοι, ὅτι οὐδὲ τοῦτο μόνον ὠφελήσουσιν οἱ κακοὶ ἀφαιρεθέντεσ ὅτι κακοὶ ἀπέσονται, ἀλλὰ καὶ τῶν καταμενόντων οἳ μὲν ἀνεπίμπλαντο ἤδη κακίασ, ἀποκαθαροῦνται πάλιν ταύτησ, οἱ δὲ ἀγαθοὶ τοὺσ κακοὺσ ἰδόντεσ ἀτιμασθέντασ πολὺ εὐθυμότερον τῆσ ἀρετῆσ ἀνθέξονται. (Xenophon, Cyropaedia, , chapter 2 30:1)
Synonyms
-
to fill up
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἐγχέω (to fill the)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- πίμπλημι (I fill an office)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
having filled up the full measure
-
to fill full of
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- πληρόω (fill, make full)
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ὑπερεμπίπλημι (to fill over-full, to be overfull)
- διαλφιτόω (to fill full of barley meal)
- γέμω (to be full of)
- γέμω (to be full)
- βρύω ( to be full of)
- πίμπλημι (I fill full, satisfy, glut)
- ἀναπληρόω (to make up, supply, to fill their)