ἀναπίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀναπίμπλημι
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to fill up
- having filled up the full measure
- to fill full of
- defiling, infecting, to be infected with disease
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- οὐδὲν εὖ πάσχων, ὥσπερ ὄνοσ βαλανέωσ ξύλα καὶ φρύγανα κατακομίζων, ἀεὶ καπνοῦ τε καί τέφρασ ἀναπιμπλάμενοσ λουτροῦ δὲ μὴ μετέχων μηδ’ ἀλέασ μηδὲ καθαρειότητοσ. (Plutarch, De cupiditate divitiarum, section 5 13:1)
- ἂν δ’ ὡσ τοιούτοισ αὐτοῖσ πεφυκόσι χρώμενοσ, ὥσπερ ἰατρὸσ ὀδοντάγραισ καὶ ἀγκτῆρσιν, ἤπιοσ φαίνῃ καὶ μέτριοσ ἐκ τῶν ἐνδεχομένων, εὐφρανῇ τῇ σῇ διαθέσει μᾶλλον ἢ λυπήσῃ ταῖσ ἑτέρων ἀηδίαισ καὶ μοχθηρίαισ, ὥσπερ κύνασ, ἂν ὑλακτῶσι, τὸ προσῆκον αὐτοῖσ ἐκείνουσ οἰόμενοσ περαίνειν, καὶ οὐκέτι λήσεισ πολλὰ λυπηρὰ συνεισάγων, ὥσπερ εἰσ χωρίον κοῖλον καὶ ταπεινὸν ἐπιρρέοντα, τὴν μικροψυχίαν ταύτην καὶ τὴν ἀσθένειαν, ἀλλοτρίων ἀναπιμπλάμενοσ κακῶν. (Plutarch, De tranquilitate animi, section 7 1:3)
- τοιούτων ἀναπιμπλάμενοσ λόγων ὁ δῆμοσ οὔτε τῷ καταλόγῳ προσῄει τῶν ὑπάτων πρόσ τε τὴν ἀποικίαν διεβέβλητο. (Plutarch, Lives, chapter 13 2:2)
- ἄλλωσ δὲ καὶ διὰ τὸ ἦθοσ εὐδοκίμει, μηθὲν ἐνοχλῶν μηδ’ αὐλικῆσ περιεργίασ ἀναπιμπλάμενοσ. (Plutarch, Demetrius, chapter 12 5:3)
- καὶ οὐχ ἥκιστα ὁ γεωργὸσ ἐπόνησεν ὄχλοσ ἀναπιμπλάμενοσ, καὶ προβάτων καὶ τῶν ἄλλων τετραπόδων ἅμα διαιτωμένων, τῆσ νόσου. (Dionysius of Halicarnassus, Antiquitates Romanae, Books X-XX, book 10, chapter 53 7:2)
Synonyms
-
to fill up
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἐγχέω (to fill the)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- πίμπλημι (I fill an office)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
having filled up the full measure
-
to fill full of
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- πληρόω (fill, make full)
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ὑπερεμπίπλημι (to fill over-full, to be overfull)
- διαλφιτόω (to fill full of barley meal)
- γέμω (to be full of)
- γέμω (to be full)
- βρύω ( to be full of)
- πίμπλημι (I fill full, satisfy, glut)
- ἀναπληρόω (to make up, supply, to fill their)