ἀναπίμπλημι
-μι athematic Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀναπίμπλημι
Structure:
ἀνα
(Prefix)
+
πίμπλᾱ
(Stem)
+
μι
(Ending)
Sense
- to fill up
- having filled up the full measure
- to fill full of
- defiling, infecting, to be infected with disease
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τὸ δὲ πάντων ἀπιστότατον, ἔλαθε κυοῦσα λουομένη μετὰ τῶν γυναικῶν τὸ γὰρ φάρμακον, ᾧ τὴν κόμην αἱ γυναῖκεσ ἐναλειφόμεναι ποιοῦσι χρυσοειδῆ καὶ πυρράν, ἔχει λίπασμα σαρκοποιὸν ἢ χαυνωτικὸν σαρκόσ, ὥσθ’ οἱο͂ν διάχυσὶν τινα ἢ διόγκωσιν ἐμποιεῖν ἀφθόνῳ δὴ χρωμένη τούτῳ πρὸσ τὰ λοιπὰ μέρη τοῦ σώματοσ, αἰρόμενον καὶ ἀναπιμπλάμενον ἀπέκρυπτε τὸν τῆσ γαστρὸσ ὄγκον. (Plutarch, Amatorius, section 2515)
- σιτίοισ γε μὴν πολλάκισ καὶ ὄψοισ μάλ’ ἡδέωσ προσενεχθέντεσ ἂν αἴσθωνται καὶ μάθωσιν αὑτοὺσ τῶν μὴ καθαρῶν τι μηδὲ νομίμων ἐδηδοκότασ, οὐ τῇ κρίσει μόνον ἐπιτίθεται τὸ λυποῦν καὶ δάκνον, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα τῇ δόξῃ συνδιατρεπόμενον καὶ ἀναπιμπλάμενον ἔμετοι καὶ ἀνατροπαὶ ναυτιώδεισ ἴσχουσι. (Plutarch, De virtute morali, section 4 9:1)
- πάσχειν ὑπ’ αὐτοῦ καὶ συνδιατίθεσθαι πέφυκεν, οὐκ ἀποικοῦν οὐδ’, ἀπεσχοινισμένον οὐδὲ πλασσόμενον ἔξωθεν οὐδὲ τυπούμενον ἀνάγκαισ τισὶν ἢ πληγαῖσ, ἀλλὰ φύσει μὲν ἐξηρτημένον ἀεὶ δ’ ὁμιλοῦν καὶ συντρεφόμενον καὶ ἀναπιμπλάμενον ὑπὸ συνηθείασ διὸ καὶ καλῶσ ὠνόμασται τὸ ἦθοσ· (Plutarch, De virtute morali, section 4 16:1)
- σιτίοισ γε μὴν πολλάκισ καὶ ὄψοισ μάλ’ ἡδέωσ προσενεχθέντεσ ἂν αἴσθωνται καὶ μάθωσιν αὑτοὺσ τῶν μὴ καθαρῶν τι μηδὲ νομίμων ἐδηδοκότασ, οὐ τῇ κρίσει μόνον ἕπεται τὸ λυποῦν καὶ δάκνον, ἀλλὰ καὶ τὸ σῶμα τῇ δόξῃ συνδιατρεπόμενον καὶ ἀναπιμπλάμενον ἔμετοι καὶ διατροπαὶ ναυτιώδεισ ἴσχουσι. (Plutarch, De virtute morali, section 4 3:1)
- κύνασ καὶ ἵππουσ καὶ ὄρνιθασ οἰκουροὺσ ὁρῶντεσ ἔθει καὶ τροφῇ καὶ διδασκαλίᾳ φωνάσ τε συνετὰσ καὶ πρὸσ λόγον ὑπηκόουσ κινήσεισ καὶ σχέσεισ ἀποδιδόντασ καὶ πράξεισ τὸ μέτριον καὶ τὸ χρήσιμον ἡμῖν ἐχούσασ, Ὁμήρου τ’ ἀκούοντεσ τὸν Ἀχιλλέα λέγοντοσ ὀτρύνειν ἵππουσ τε καὶ ἀνέρασ ἐπὶ τὴν μάχην, ἔτι θαυμάζουσι καὶ διαποροῦσιν εἰ τὸ θυμούμενον ἐν ἡμῖν καὶ ἐπιθυμοῦν καὶ λυπούμενον καὶ ἡδόμενον ὑπακούειν τε τῷ φρονοῦντι καὶ πάσχειν ὑπ’ αὐτοῦ καὶ συνδιατίθεσθαι πέφυκεν, οὐκ ἀποικοῦν οὐδ’ ἀπεσχισμένον οὐδὲ πλασσόμενον ἔξωθεν οὐδὲ τυπούμενον ἀνάγκαισ τισὶν ἢ πληγαῖσ, ἀλλὰ φύσει μὲν ἐξηρτημένον ἀεὶ δ’ ὁμιλοῦν καὶ συντρεφόμενον καὶ ἀναπιμπλάμενον ὑπὸ συνηθείασ. (Plutarch, De virtute morali, section 4 5:1)
Synonyms
-
to fill up
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- ἐγχέω (to fill the)
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- ἐκπληρόω (to fill quite up)
- ἀνταναπίμπλημι (to fill up in return)
- ἀνεκπίμπλημι (to fill up or again)
- προσπληρόω (to fill up or complete)
- πίμπλημι (I fill an office)
- ἐγχέω (to fill by pouring in)
- θυηπολέω (to sacrifice, is filled with sacrifices)
- καταγράφω (to fill, with writing)
- παρεμπίπλημι (to fill secretly with)
- μέλδομαι (to melt, filled with melting)
- τύφω (to fill, with smoke)
- ἄω ( to take one's fill)
- ἄω ()
- διυφαίνω (to fill up by weaving)
- ἀπομεστόομαι (to be filled to the brim)
- ἐμπίπλημι (to eat one's fill)
- ἐμπίνω (to drink one's fill)
- πληρόω (fill, make full)
-
having filled up the full measure
-
to fill full of
- περιπίμπλαμαι (to be filled full)
- μεστόω (to fill full of, to be filled or full of)
- ἐπιπίμπλημι (to fill full of)
- ἐμπίπλημι (to fill full of)
- ἐκπίμπλημι (to fill up, to fill, full of)
- καταπίμπλημι (to fill full of)
- ἀναμεστόω (to fill up, fill full)
- πληρόω (fill, make full)
- ὑπερεμφορέομαι (to be filled quite full)
- ἐμπίπλημι (to fill quite full)
- ἐγχέω (to fill the)
- ἀναπληρόω (to fill up)
- πίμπλημι (I fill; I fill with)
- ἐμπίπλημι (to be filled with . .)
- ἀναπληρόω (to fill up, to fill)
- ἀποπίμπλημι (to fill up)
- κατέχω (to fill, to fill)
- ὑπερεμπίπλημι (to fill over-full, to be overfull)
- διαλφιτόω (to fill full of barley meal)
- γέμω (to be full of)
- γέμω (to be full)
- βρύω ( to be full of)
- πίμπλημι (I fill full, satisfy, glut)
- ἀναπληρόω (to make up, supply, to fill their)