헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἄμουσος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἄμουσος ἄμουση ἄμουσον

형태분석: ἀμους (어간) + ος (어미)

어원: mou=sa

  1. 무례한, 뚱뚱한, 운치 없는, 버릇없는, 우아하지 않은, 통통한, 거친
  1. without the Muses, without taste, unrefined, inelegant, rude, gross
  2. unmusical

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ά̓μουσος

무례한 (이)가

ἄμούση

무례한 (이)가

ά̓μουσον

무례한 (것)가

속격 ἀμούσου

무례한 (이)의

ἄμούσης

무례한 (이)의

ἀμούσου

무례한 (것)의

여격 ἀμούσῳ

무례한 (이)에게

ἄμούσῃ

무례한 (이)에게

ἀμούσῳ

무례한 (것)에게

대격 ά̓μουσον

무례한 (이)를

ἄμούσην

무례한 (이)를

ά̓μουσον

무례한 (것)를

호격 ά̓μουσε

무례한 (이)야

ἄμούση

무례한 (이)야

ά̓μουσον

무례한 (것)야

쌍수주/대/호 ἀμούσω

무례한 (이)들이

ἄμούσᾱ

무례한 (이)들이

ἀμούσω

무례한 (것)들이

속/여 ἀμούσοιν

무례한 (이)들의

ἄμούσαιν

무례한 (이)들의

ἀμούσοιν

무례한 (것)들의

복수주격 ά̓μουσοι

무례한 (이)들이

ά̓́μουσαι

무례한 (이)들이

ά̓μουσα

무례한 (것)들이

속격 ἀμούσων

무례한 (이)들의

ἄμουσῶν

무례한 (이)들의

ἀμούσων

무례한 (것)들의

여격 ἀμούσοις

무례한 (이)들에게

ἄμούσαις

무례한 (이)들에게

ἀμούσοις

무례한 (것)들에게

대격 ἀμούσους

무례한 (이)들을

ἄμούσᾱς

무례한 (이)들을

ά̓μουσα

무례한 (것)들을

호격 ά̓μουσοι

무례한 (이)들아

ά̓́μουσαι

무례한 (이)들아

ά̓μουσα

무례한 (것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • καθάπερ ξύλον τὸ ἦθοσ ἐκ καμπῆσ εἰσ τοὐναντίον ἀπειρίᾳ τοῦ κατορθοῦν διαστρέφοντεσ αἰσχίστη δὲ κολακείασ ἄρνησισ ἀνωφελῶσ λυπηρὸν εἶναι, καὶ κομιδῇ τινοσ ἀμούσου καὶ ἀτέχνου πρὸσ εὔνοιαν ὁμιλίασ ἀηδίᾳ καὶ χαλεπότητι φεύγειν τὸ ἀγεννὲσ ἐν φιλίᾳ καὶ ταπεινόν, ὥσπερ ἀπελεύθερον ἐν κωμῳδίᾳ τὴν κατηγορίαν ἰσηγορίασ ἀπόλαυσιν ἡγούμενον. (Plutarch, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 25 13:1)

    (플루타르코스, Quomodo adulator ab amico internoscatur, chapter, section 25 13:1)

  • καὶ γάρ, ὠγαθέ, τό γε πᾶν ἀπὸ παντὸσ ἐπιχειρεῖν ἀποχωρίζειν ἄλλωσ τε οὐκ ἐμμελὲσ καὶ δὴ καὶ παντάπασιν ἀμούσου τινὸσ καὶ ἀφιλοσόφου. (Plato, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 261:3)

    (플라톤, Cratylus, Theaetetus, Sophist, Statesman, 261:3)

  • μετὰ δὲ ταῦτα, προϊόντοσ τοῦ χρόνου, ἄρχοντεσ μὲν τῆσ ἀμούσου παρανομίασ ποιηταὶ ἐγίγνοντο φύσει μὲν ποιητικοί, ἀγνώμονεσ δὲ περὶ τὸ δίκαιον τῆσ Μούσησ καὶ τὸ νόμιμον, βακχεύοντεσ καὶ μᾶλλον τοῦ δέοντοσ κατεχόμενοι ὑφ’ ἡδονῆσ, κεραννύντεσ δὲ θρήνουσ τε ὕμνοισ καὶ παίωνασ διθυράμβοισ, καὶ αὐλῳδίασ δὴ ταῖσ κιθαρῳδίαισ μιμούμενοι, καὶ πάντα εἰσ πάντα συνάγοντεσ, μουσικῆσ ἄκοντεσ ὑπ’ ἀνοίασ καταψευδόμενοι ὡσ ὀρθότητα μὲν οὐκ ἔχοι οὐδ’ ἡντινοῦν μουσική, ἡδονῇ δὲ τῇ τοῦ χαίροντοσ, εἴτε βελτίων εἴτε χείρων ἂν εἰή τισ, κρίνοιτο ὀρθότατα. (Plato, Laws, book 3 147:2)

    (플라톤, Laws, book 3 147:2)

  • ἀμούσου; (Plato, Republic, book 1 506:2)

    (플라톤, Republic, book 1 506:2)

  • ἀλλ’ οὐ μὴν τό γε τῆσ ἀμούσου τε καὶ ἀσχήμονοσ φύσεωσ ἄλλοσέ ποι ἂν φαῖμεν ἕλκειν ἢ εἰσ ἀμετρίαν. (Plato, Republic, book 6 81:1)

    (플라톤, Republic, book 6 81:1)

유의어

  1. unmusical

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION