헬라어(고대 그리스어, 희랍어)-한국어-영어 사전 Language

ἀμφίβολος

1/2군 변화 형용사; 자동번역 로마알파벳 전사: 고전 발음: [] 신약 발음: []

기본형: ἀμφίβολος ἀμφίβολη ἀμφίβολον

형태분석: ἀμφιβολ (어간) + ος (어미)

어원: a)mfiba/llw

  1. 애매모호한, 불확실한, 미정의, 의심스러운, 분명치 않은
  1. put round, encompassing
  2. attacked on both or all sides, between two fires
  3. hitting at both ends, double-pointed
  4. doubtful, ambiguous, as doubtful, in doubt

곡용 정보

1/2군 변화
남성 여성 중성
단수주격 ἀμφίβολος

(이)가

ἀμφίβόλη

(이)가

ἀμφίβολον

(것)가

속격 ἀμφιβόλου

(이)의

ἀμφίβόλης

(이)의

ἀμφιβόλου

(것)의

여격 ἀμφιβόλῳ

(이)에게

ἀμφίβόλῃ

(이)에게

ἀμφιβόλῳ

(것)에게

대격 ἀμφίβολον

(이)를

ἀμφίβόλην

(이)를

ἀμφίβολον

(것)를

호격 ἀμφίβολε

(이)야

ἀμφίβόλη

(이)야

ἀμφίβολον

(것)야

쌍수주/대/호 ἀμφιβόλω

(이)들이

ἀμφίβόλᾱ

(이)들이

ἀμφιβόλω

(것)들이

속/여 ἀμφιβόλοιν

(이)들의

ἀμφίβόλαιν

(이)들의

ἀμφιβόλοιν

(것)들의

복수주격 ἀμφίβολοι

(이)들이

ἀμφί́βολαι

(이)들이

ἀμφίβολα

(것)들이

속격 ἀμφιβόλων

(이)들의

ἀμφίβολῶν

(이)들의

ἀμφιβόλων

(것)들의

여격 ἀμφιβόλοις

(이)들에게

ἀμφίβόλαις

(이)들에게

ἀμφιβόλοις

(것)들에게

대격 ἀμφιβόλους

(이)들을

ἀμφίβόλᾱς

(이)들을

ἀμφίβολα

(것)들을

호격 ἀμφίβολοι

(이)들아

ἀμφί́βολαι

(이)들아

ἀμφίβολα

(것)들아

위에 제시된 변화형은 규칙에 따라 생성된 것이며 일부 형태는 실제 사용여부가 입증되지 않았으니, 참고용으로만 사용하시길 바랍니다.

현재 일부 변화형의 강세가 잘못 표기되는 오류가 있어 수정 중에 있으니 유의하시길 바랍니다.

예문

  • οἱ πάλαι πολλὰ τοιαῦτα πρὸ ἡμῶν ἀπέρριψαν ἐσ τούσ σοὶ ὁμοίουσ ἕκαστοι τοὺσ τότε ‐ ἦσαν γὰρ καὶ τότε, ὡσ τὸ εἰκόσ, βδελυροί τινεσ ἐσ τὰ ἤθη καὶ μιαροὶ καὶ κακοήθεισ τὸν τρόπον ‐ καὶ ὁ μὲν κόθορνόν τινα εἶπεν, εἰκάσασ αὐτοῦ τὸν βίον ἀμφίβολον ὄντα τοῖσ τοιούτοισ ὑποδήμασιν , ὁ δὲ λύμην,^ ὅτι τὰσ ἐκκλησίασ θορυβώδησ ῥήτωρ ὢν ἐπετάραττεν, ὁ δὲ ἑβδόμην, ὅτι ὥσπερ οἱ παῖδεσ ἐν ταῖσ ἑβδόμαισ κἀκεῖνοσ ἐν ταῖσ ἐκκλησίαισ ἔπαιζεν καὶ διεγέλα καὶ παιδιὰν ἐποιεῖτο τὴν σπουδὴν τοῦ δήμου. (Lucian, Pseudologista, (no name) 13:3)

    (루키아노스, Pseudologista, (no name) 13:3)

  • οὐδένα τοιοῦτον διαιτητὴν ὕποπτον ἢ ἀμφίβολον ἀξιώσαιμ’ ἂν γενέσθαι καὶ ὅστισ ἀποδώσεταί μοι τὴν ψῆφον. (Lucian, Piscator, (no name) 9:6)

    (루키아노스, Piscator, (no name) 9:6)

  • καίτοι τῆσ λεγομένησ ταῖσ ψυχαῖσ εἰσ σώματα παλιμμεταβολῆσ εἰ μὴ πίστεωσ ἄξιον τὸ ἀποδεικνύμενον, ἀλλ’ εὐλαβείασ γε μεγάλησ καὶ δέουσ τὸ ἀμφίβολον. (Plutarch, De esu carnium II, section 51)

    (플루타르코스, De esu carnium II, section 51)

  • δεινὴ δὲ καὶ τὰ ἄλλα, καὶ ^ τεχνῖτισ παρ’ ἥντινα βούλει τῶν ἑταιρῶν ἐπισπάσασθαι ἐραστὴν καὶ ἀμφίβολον ἔτι ὄντα ὅλον ὑποποιήσασθαι καὶ ἐνεχόμενον ἤδη ἐπιτεῖναι καὶ προσεκκαῦσαι ἄρτι μὲν ὀργῇ, ἄρτι δὲ κολακείᾳ, καὶ μετὰ μικρὸν ὑπεροψίᾳ καὶ τῷ πρὸσ ἕτερον ἀποκλίνειν δοκεῖν, καὶ ὅλη συνεκεκρότητο ἁπανταχόθεν ἡ γυνὴ καὶ πολλὰ μηχανήματα παρεσκεύαστο κατὰ τῶν ἐραστῶν. (Lucian, Toxaris vel amicitia, (no name) 13:6)

    (루키아노스, Toxaris vel amicitia, (no name) 13:6)

  • "ἐλαία, καὶ πιεῖν οἰνάριον ἦν ἀμφίβολον. (Athenaeus, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5266)

    (아테나이오스, The Deipnosophists, Book 2, book 2, chapter 5266)

  • τοὺσ μὲν γὰρ κἂν πεπειρᾶσθαί ποτε ἀνδρείασ, τοῦτον δὲ ἐξ ἀρχῆσ εὐθὺσ ἀποκεκόφθαι καὶ ἀμφίβολόν τι ζῷον εἶναι κατὰ ταὐτὰ ταῖσ κορώναισ, αἳ μήτε περιστεραῖσ μήτε κόραξιν ἐναριθμοῖντο ἄν, τοῦ δ’ οὐ σωματικὴν λέγοντοσ εἶναι τὴν κρίσιν, ἀλλὰ τῆσ ^ ψυχῆσ καὶ τῆσ γνώμησ ἐξέτασιν δεῖν γίγνεσθαι καὶ τῆσ τῶν δογμάτων ἐπιστήμησ. (Lucian, Eunuchus, (no name) 8:3)

    (루키아노스, Eunuchus, (no name) 8:3)

유의어

  1. put round

  2. 애매모호한

출처: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

이 단어를 Perseus Greek Word Study Tool에서 찾기

SEARCH

MENU NAVIGATION