Ancient Greek-English Dictionary Language

ἄληπτος

First/Second declension Adjective; Transliteration:

Principal Part: ἄληπτος ἄληπτη ἄληπτον

Structure: ἀ (Prefix) + ληπτ (Stem) + ος (Ending)

Sense

  1. not to be laid hold of, hard to catch, less amenable
  2. incomprehensible

Examples

  • ὅτι δ’ αὕτη λόγῳ δυσθεώρητοσ αἰσθήσει δ’ ἄληπτόσ ἐστι, μὴ παρὰ Σωκράτουσ σοφιστοῦ καὶ ἀλαζόνοσ ἀνδρόσ, ἀλλὰ παρὰ τῶν σοφῶν τούτων λάβωμεν, οἳ μέχρι τῶν περὶ σάρκα τῆσ ψυχῆσ δυνάμεων, αἷσ θερμότητα καὶ μαλακότητα καὶ τόνον παρέχει τῷ σώματι, τὴν οὐσίαν συμπηγνύντεσ αὐτῆσ ἔκ τινοσ θερμοῦ καὶ πνευματικοῦ καὶ ἀερώδουσ οὐκ ἐξικνοῦνται πρὸσ τὸ κυριώτατον ἀλλ’ ἀπαγορεύουσι. (Plutarch, Adversus Colotem, section 207)
  • τῶν δὲ κατασκόπων ἀπαγγειλάντων ὅτι παντάπασιν ὁ Μένανδροσ ἄληπτοσ εἰή καταπεφευγὼσ εἰσ τόπουσ χαλεπούσ, ἄχθεσθαι προσποιούμενοσ ὁ Εὐμενὴσ ἀπῆγε τὴν στρατιάν. (Plutarch, chapter 9 5:2)
  • καὶ τῶν Παλαιστίνων οἱ τοῦ κοινοῦ προεστῶτεσ ἐλθόντεσ πρὸσ αὐτὴν πείθουσιν ἐπαγγελίαισ μαθεῖν παρὰ τοῦ Σαμψῶνοσ τὴν αἰτίαν τῆσ ἰσχύοσ, ὑφ’ ἧσ ἄληπτόσ ἐστι τοῖσ ἐχθροῖσ. (Flavius Josephus, Antiquitates Judaicae, Book 5 399:1)

Synonyms

  1. incomprehensible

Related

Derived

  • ληπτός (to be apprehended, , to be apprehended by the senses)

Source: Henry George Liddell. Robert Scott. "A Greek-English Lexicon". revised and augmented throughout by. Sir Henry Stuart Jones.

Find this word at Perseus Greek Word Study Tool

SEARCH

MENU NAVIGATION