ἀκολουθέω
ε-contract Verb;
자동번역
Transliteration:
Principal Part:
ἀκολουθέω
ἀκολουθήσω
Structure:
ἀκολουθέ
(Stem)
+
ω
(Ending)
Sense
- to follow, go after, go with
- (figuratively), to follow one in a thing, let oneself be led by
- to follow the thread of a discourse
- (of things) to follow, be consequent on
- (absolute) it follows
Conjugation
The inflection forms above were generated by rules and some usages of them were not attested.
Due to a bug of system, some forms may display wrong accents.
- τινὲσ διδῶσι πλείω μισθόν, μετ’ ἐκείνων ἐφ’ ἡμᾶσ ἀκολουθήσουσιν· (Dionysius of Halicarnassus, De Demosthene, chapter 17 2:1)
- οἱ δὲ Πάρθοι διαπλέξαι μὲν οὐ δυνάμενοι τὸν στρατὸν οὐδὲ διασπάσαι τὴν τάξιν, ἤδη δὲ πολλάκισ ἡττημένοι καὶ πεφευγότεσ, αὖθισ εἰρηνικῶσ ἀνεμίγνυντο τοῖσ ἐπὶ χιλὸν ἢ σῖτον προερχομένοισ, καὶ τῶν τόξων τὰσ νευρὰσ ἐπιδεικνύντεσ ἀνειμένασ, ἔλεγον ὡσ αὐτοὶ μὲν ἀπίασιν ὀπίσω καὶ τοῦτο ποιοῦνται πέρασ ἀμύνησ, ὀλίγοι δὲ Μήδων ἀκολουθήσουσιν ἔτι μιᾶσ ἢ δευτέρασ ὁδὸν ἡμέρασ οὐδὲν παρενοχλοῦντεσ, ἀλλὰ τὰσ ἀπωτέρω κώμασ φυλάττοντεσ. (Plutarch, Antony, chapter 46 1:1)
- πρῶτον μέν, ἐπεὶ τὸ ἀγαθὸν διχῶσ τὸ μὲν γὰρ ἁπλῶσ τὸ δὲ τινί, καὶ αἱ φύσεισ καὶ αἱ ἕξεισ ἀκολουθήσουσιν, ὥστε καὶ αἱ κινήσεισ καὶ αἱ γενέσεισ, καὶ αἱ φαῦλαι δοκοῦσαι εἶναι αἳ μὲν ἁπλῶσ φαῦλαι τινὶ δ’ οὒ ἀλλ’ αἱρεταὶ τῷδε, ἔνιαι δ’ οὐδὲ τῷδε ἀλλὰ ποτὲ καὶ ὀλίγον χρόνον αἱρεταί, <ἁπλῶσ> δ’ οὔ· (Aristotle, Nicomachean Ethics, Book 7 136:2)
- ἐκεῖνοι γὰρ καὶ ἀγαπήσουσιν καὶ ἀκολουθήσουσιν καὶ ἐπὶ τὰσ θύρασ ἥξουσι καὶ μάλιστα ἡσθήσονται καὶ οὐκ ἐλαχίστην χάριν εἴσονται καὶ πολλὰ ἀγαθὰ αὐτοῖσ εὔξονται. (Plato, Parmenides, Philebus, Symposium, Phaedrus, 45:1)
- οὕτω γὰρ ἑκόντεσ ἀκολουθήσουσιν ὑμῖν ἅπαντεσ θαυμάζοντεσ καὶ ἀγαπῶντεσ· (Dio, Chrysostom, Orationes, 61:2)
Synonyms
-
to follow
- μεταπορεύομαι (to go after, follow up)
- ἐφομαρτέω (to follow close after)
- μεθέπω (to follow after, follow closely)
- μέτειμι (to go after or behind, follow)
- ἕπω (to follow, after or in company with)
- ἐφέπω (to go after, follow, pursue)
- μετακιάθω (to follow after, to chase)
- κατακολουθέω (to follow after, obey)
- ἐπακολουθέω (to follow close upon, follow after)
- ἐφέπω (to follow)
- μεταδιώκω (to follow closely after, pursue)
- μεθέπω (to follow with the eyes, to seek after)
- προκαλέω (at or after)
- συνεφέπομαι (to follow together, with)
- ἕπω (to follow upon)
-
to follow
-
it follows